χωρίς άλλη αναβολή
Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2010
39 ~ Ζεράρ ντε Νερβάλ: κάθοδος στην κόλαση
Εγώ είμαι ο σκοτεινός, ο χήρος, ο απαρήγορος
ο δίχως πύργο πρίγκιψ της Ακουιτανίας.
Το μόνο αστέρι μου νεκρό, και στο έναστρο λαγούτο μου
προβάλλει ο μαύρος ήλιος της Μελαγχολίας.
Στον τάφο εσύ, παρηγοριά μου, το Παυσίλυπο
φέρε μου πάλι και της Ιταλίας το κύμα,
το άνθος που τόσο με ηρεμούσε εμέ περίλυπο,
τη δράνα όπου το ρόδο σμίγει με το κλήμα.
Είμαι Έρως; Φοίβος; Λουζινιάν; Μπιρόν;
Απ' το φιλί της ρήγισσας ακόμη είναι ερυθρό το μέτωπο μου.
Μες στη σπηλιά που κολυμπά η Σειρήνα έxω ονειρευθεί
και δυο φορές θριαμβευτής πέρασα τον Αχέροντα,
τονίζοντας στην ορφική μου λύρα τους καημούς
κάποιας αγίας και μιας νεράιδας τους λυγμούς.
μτφ: Παναγιώτης Μουλλάς
-ποιητική, τεύχος τέταρτο-
Η μαύρη κηλίδα
Όποιος τον ήλιο έκοίταξε μ' επιμονή πολλή,
τα μάτια χαμηλώνοντας θα του φανεί θολή,
μαύρη κηλίδα γύρω του ν' άργοπεταλουδίζει.
Έτσι κι εγώ θρασύς πολύ κάποτε νεαρός,
τα μάτια πήγα κι έστησα στον ήλιο τολμηρός:
Στίγμα από τότε απόμεινε το φως μου να μαυρίζει.
Και μέxρι τώρα, σύμμιγμα θαρρείς σκοταδερό,
όπου το μάτι μου σταθεί μαζί του εγώ θωρώ
θέση να παίρνει δίπλα του το στίγμα, να μ' ορίζει!
Πώς; Πάντα; Ναι, χωρίζοντας κάθε χαρά από έμέ!
Γιατί ένας μόνος — ο αητός — από τα υψη, ώιμέ,
τον Ήλιον ατιμώρητος, τη Δόξαν ατενίζει.
μτφ: Αλέξανδρος Μπάρας
-Προσεγγίσεις στη γαλλική ποίηση. εκδ. Πρόσπερος, 1986-
Αυρηλία
(αποσπάσματα)
Σε κάθε άνθρωπο υπάρχει ένας θεατής κι ένας ηθοποιός, εκείνος που μιλά και εκείνος που απαντά. Οι Ανατολίτες είδαν εκεί δυο εχθρούς: το καλό και το κακό πνεύμα. «Είμαι το καλό; Είμαι το κακό;» έλεγα μέσα μου. «Σε κάθε περίπτωση, το άλλο μου είναι εχθρικό... Ποιος ξέρει αν δεν υπάρχει εκείνη η περίσταση ή εκείνη η ηλικία που αυτά τα δυο πνεύματα χωρίζουν; Προσκολλημένα στο ίδιο σώμα και τα δύο, από μια υλική συγγένεια είναι ίσως το ένα ταμένο στη δόξα και την ευτυχία, το άλλο στην εκμηδένιση ή στην αιώνια οδύνη;»
*
Το όνειρο είναι μια δεύτερη ζωή. Δεν μπόρεσα να περάσω, χωρίς να τρομάξω, αυτές τις πόρτες από ελεφαντόδοντο ή από κόκαλο που μας χωρίζουν απ' τον αόρατο κόσμο. Οι πρώτες στιγμές του ύπνου είναι η εικόνα του θανάτου' ένα απροσδιόριστο μούδιασμα κυριεύει τη σκέψη μας και δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε την ακριβή στιγμή που το εγώ, με άλλη μορφή, συνεxίζει το έργο της ύπαρξης. Είναι ένας άδειος υπόγειος δρόμος που φωτίζεται λίγο λίγο και όπου βγαίνουν από τη σκιά και τη νύχτα οι χλομές μορφές, οι αυστηρά ακίνητες, που κατοικούν στον τόπο διαμονής των ψυχών των δικαίων πριν από τη λύτρωση.
*
Μπήκα σε μια πελώρια σάλα, όπου ήταν μαζεμένοι πολλοί άνθρωποι. Αναγνώριζα παντού γνωστές φυσιογνωμίες. Τα χαρακτηριστικά πεθαμένων συγγενών που τους είχα κλάψει βρίσκονταν ανατυπωμένα σε άλλους που, ντυμένοι με πιο αρχαίες φορεσιές, μου έκαναν την ίδια πατρική υποδοχή. Φαίνονταν σαν να είχαν μαζευτεί για ένα οικογενειακό συμπόσιο. Ένας απ' αυτούς τους συγγενείς ήλθε προς το μέρος μου και μ' αγκάλιασε τρυφερά. Φορούσε μια αρχαία ενδυμασία που τα χρώματα της φαίνονταν ξεθωριασμένα και η xαμογελαστή φυσιογνωμία του, κάτω απ' τα σκονισμένα μαλλιά του, είχε κάποια ομοιότητα με τη δική μου. Μου φαινόταν περισσότερο ζωντανός από τους άλλους και, που λέει ο λόγος, έχοντας μεγαλύτερη θεληματική σχέση με το πνεύμα μου. Ήταν ο θείος μου. Με κάθισε δίπλα του κι ένα είδος επικοινωνίας άρχισε μεταξύ μας' γιατί δεν μπορώ να πω ότι άκουγα τη φωνή του' μονάχα που, καθώς η σκέψη μου πήγαινε σ' ένα σημείο, μου δινόταν αμέσως γι' αυτό η εξήγηση και οι εικόνες συγκεκριμενοποιούνταν μπρος στα μάτια μου σαν έμψυχες ζωγραφιές.
— Ώστε λοιπόν είναι αλήθεια! έλεγα εκστασιασμένος' είμαστε αθάνατοι και διατηρούμε εδώ τις εικόνες του κόσμου που κατοικήσαμε. Τι ευτυχία να σκέφτεται ότι όλα όσα αγαπήσαμε θα υπάρχουν πάντοτε γύρω μας!...
Ήμουν πολύ κουρασμένος απ' τη ζωή!
— Μη βιάζεσαι να χαρείς, είπε, γιατί ανήκεις ακόμη στον επάνω κόσμο και έχεις να υποφέρεις σκληρά χρόνια δοκιμασιών. Η διαμονή που σε γοητεύει έχει και η ίδια τους πόνους της, τους αγώνες της και τους κινδύνους της. Η γη όπου ζήσαμε είναι πάντοτε το θέατρο όπου δένονται και λύνονται οι ψυχές μας: είμαστε οι λάμψεις της κεντρικής φωτιάς που το ζωογονεί και που ήδη αδυνάτισε...
— Τι λοιπόν! είπα. Η γη θα μπορούσε να πεθάνει και να μας κατακλύσει το μηδέν;
- Το μηδέν, είπε, δεν υπάρχει με την έννοια που το εννοούμε' αλλά η ίδια η γη είναι ένα υλικό σώμα που η ψυχή του είναι το σύνολο των πνευμάτων. Η ύλη δεν μπορεί να καταστραφεί περισσότερο από το πνεύμα, αλλά μπορεί να τροποποιηθεί ανάλογα με το καλό και ανάλογα με το κακό. Το παρελθόν μας και το μέλλον μας είναι αλληλέγγυα. Ζούμε με τη φυλή μας και η φυλή μας ζει με μας.
*
Το συναίσθημα που γεννήθηκε μέσα μου απ' αυτά τα οράματα και από τις σκέψεις, που αυτά μου έφερναν τις ώρες της μοναξιάς μου ήταν τόσο θλιβερό που ένιωθα σαν χαμένος. Όλες τις πράξεις της ζωής μου τις έβλεπα κάτω από την πιο δυσάρεστη πλευρά τους και στο είδος του συνειδησιακού ελέγχου που παραδινόμουν, η μνήμη μου παρουσίαζε τα πιο παλιά γεγονότα με μια παράξενη καθαρότητα. Δεν ξέρω ποια ψευτοντροπή μ' εμπόδισε να παρουσιαστώ στο εξομολογητήριο' ίσως ο φόβος του να εμπλακώ μέσα οτα δόγματα και στις πρακτικές εφαρμογές μιας επίφοβης θρησκείας, που ενάντια σε μερικές απόψεις της είχα διατηρήσει φιλοσοφικές προκαταλήψεις.
*
Τα οράματα που είχαν επακολουθήσει στον ύπνο μου με είχαν ρίξει σε μια τέτοια απελπισία, που δεν μπορούσα σχεδόν να μιλήσω' ο κύκλος των φίλων μου δεν μου ενέπνεε παρά μια αβέβαιη διασκέδαση' το πνεύμα μου, απασχολημένο ολοκληρωτικά απ' αυτές τις ψευδαισθήσεις, αντιστεκόταν στην παραμικρή διαφορετική αντίληψη' δεν μπορούσα να διαβάσω και να καταλάβω δέκα συνεχόμενες γραμμές. Για τα πιο όμορφα πράγματα έλεγα μέσα μου! «Τι μ' ενδιαφέρει! Αυτά δεν υπάρχουν για μένα».
*
Είπα μέσα μου: «Σπατάλησα πολύ άσχημα τη ζωή, αλλά αν οι νεκροί συγχωρούν, ίσως να το κάνουν με τον όρο ότι θα απέχει κανείς για πάντα από το κακό και ότι θα επανορθώσει όλα όσα έχει κάνει. Γίνεται αυτό;... Από αυτή τη στιγμή, ας προσπαθήσουμε να μην κάνουμε κακό και ας ανταποδώσουμε τα ίσα σε ό,τι μπορεί να οφείλουμε». Πρόσφατα είχα αδικήσει ένα πρόσωπο δεν ήταν παρά μια αμέλεια, αλλά, αρxίζοντας, πήγα να ζητήσω συγγνώμη. Η χαρά που πήρα απ' αυτή την επανόρθωση μου έκανε πολύ μεγάλο καλό' είχα ένα κίνητρο για να ζω και να ενεργώ στο εξής, ξανάβρισκα το ενδιαφέρον για τον κόσμο.
*
Οι φροντίδες που είχα δεχτεί με είχαν φέρει πια κοντά στην στοργή της οικογένειάς μου και των φίλων μου και μπορούσα να κρίνω πιο ορθά τον κόσμο των ψευδαισθήσεων όπου είχα ζήσει κάμποσο καιρό. Μολοταύτα, αισθάνομαι ευτυχισμένος για τις πεποιθήσεις που σxημάτισα και συγκρίνω αυτή τη σειρά από δοκιμασίες που πέρασα με ό,τι, για τους αρχαίους, αποτελούσε η ιδέα ενός κατεβάσματος στην κόλαση.
μτφ: Βαγγέλης Κάσσος
-Αυρηλία, εκδ. Αιγόκερως,2000-
Παραίτηση
Όταν του ήλιου οι φωτιές τη φύση πλημμυρίζουν
όταν ανοίγει ένας ανθός αγνός και δροσερός
όταν στα μάτια μου ζωή κι αγάπη λαμπυρίζουν,
κι όταν αστράφτει ένας υπέροχος καιρός,
Αν στους αγρούς χαρούμενα κοπάδια αναπηδούνε,
στο δάσος το πουλί λαλεί κι εγώ περιπλανιέμαι,
είμαι θλιμμένος. Την ψυχή μου πένθη την κεντούνε
το κλάμα δεν αρνιέμαι.
Αλλά όταν στο λιβάδι δω το χόρτο ξεραμένο,
ωχρό το φύλλο των δασών στα πόδια μου έχει πέσει,
αν δω τον ουρανό χλωμό, το ρόδο μαραμένο,
μένω σ' αυτή σα μέσα σ' όνειρο τη θέση.
Λιγότερο θλιμμένο πια, το χέρι μου μαζεύει
αυτά τα φύλλα, ερείπια πρασίνου και ανθών.
Το στόμα μου τ' ασπάζεται, το βλέμμα τα χαϊδεύει,
κι ονόματα τους δίνω αδελφών.
Δεν είν' τα φύλλα αδέλφια μου που πέφτουνε στο κύμα
του ανέμου το ανελέητο σπασμένα πριν την ώρα;
Δεν πρέπει πρόωρα κι εγώ νακατεβώ στο μνήμα,
στις μέρες της ανοίξεώς μου, τώρα;
Ίσως όπως κι εγώ κι αυτό το άνθος που εκπνέει
στη θέρμη του ήλιου ανοίγοντας με πάθος κι ευφροσύνη,
να 'κλεισε μες στο στήθος του μια φλόγα που το καίει
και θάνατο του δίνει.
Έτσι είναι: τούτη εδώ η ζωή τα πάντα τα μαραίνει.
Γιατί τη μοίρα του παντός εγώ να τη φοβούμαι;
Ύπνος είναι ο θάνατος. Ψυχή μου κουρασμένη
ας αποκοιμηθούμε.
Μητέρα μου!... Ω! έλεος, μια και τώρα πεθαίνω,
φίλοι, απ' τη θλίψη σώστε την εσείς την περιττή.
Γρήγορα θα 'ρθει να με βρει εκεί που ο άθλιος μένω,
αλλά δε θα 'μαι εκεί.
Κι εσύ οπτασία της μοναχής ψυχής μου λατρεμένη,
ωραίο, γελαστό παιδί που ανέλπιδα αγαπώ,
η ανάμνησή σου μάταια εδώ στη γη με δένει:
δεν θα σε ξαναδώ.
Μ' αν η σκιά μου για καιρό σα μάταιη εικόνα
σού εμφανίζεται... ω! εσύ μην το φοβάσαι αυτό:
η σκιά μου θα σε ακολουθεί, αβέβαιη ακόμα,
ανάμεσα σ' εσένα μα και στον ουρανό.
μτφ: Λένια Ζαφειροπούλου
-ποιητική, τεύχος έβδομο-(ενημέρωση: 12 Νοε.2011)
Η αιώνια νύxτα αρxίζει και θα είναι φοβερή. Τι θα συμβεί όταν οι άνθρωποι αντιληφθούν ότι δεν υπάρxει πια ήλιος;
Gérard de Nerval [Gérard Labrunie] (1808–1855)
Στις 26 Ιανουαρίου, στο Παρίσι, με απαγχονισμό. Χτυπημένος από τη φτώχεια και μετά από αλλεπάλληλους νευρικούς κλονισμούς που τον οδήγησαν στην παραφροσύνη, κρεμάστηκε σε μια μεταλλική σχάρα υπονόμου, της οδού de la Vieille-Lanterne, με μία ποδιά που, μέσα στην τρέλλα του, νόμιζε ότι ήταν η ζώνη της βασίλισσας του Σαβά.
- το πορτραίτο είναι από το herodote.net -