χωρίς άλλη αναβολή
Πέμπτη 11 Ιουνίου 2009
27 ~ Γιώργος B. Μακρής: ...πεθαίνοντας εγώ με διάφορους τρόπους
κι ας ήταν τ' όνειρο πικρό
σαν το σπασμένο γέλιο στον κήπο
και σαν το κυνηγητό των άγριων παιδιών
και σαν την πρόσοψη που χάνεται
γλιστράει και δεν έχεις πού να κρατηθείς.
Θα ήθελα να ζήσω τη ζωή για τη ζωή
άλλοτε
στην ίδια νύχτα με το φεγγάρι και με τη λεμονάδα
κι ας ήταν τα φώτα πικρά
σαν τα κόκκινα σκουλαρίκια σου όταν φεύγεις
ή όταν φεύγω.
Θα ήθελα νά πεθάνω το θάνατο για το θάνατο
άλλοτε
φωνάζοντας τα μαύρα κύματα και χτυπώντας τη σημαία
κι ας ήταν το σκοτάδι πικρό σαν τσάι
και σαν σπασμένη λόγxη
σαν μάσκα αδειανή και σαν πνιγμένο πουλί.
Τώρα
τη νύxτα αυτή δεν μπορώ να μιλήσω
για επιθυμίες.
Όταν κοιμάμαι ιδρώνω και βλέπω να περνάει
μια σεβαστή κυρία κρατώντας ένα πηρούνι
έναν εσταυρωμένο, ένα μανιτάρι και λέει:
«Εγώ ειμί», και γελάει για να φοβηθώ.
Τη νύxτα αυτή περπατάω με το στόμα ανοιχτό.
Ο θάνατος στην κάθε ώρα της ζωής
και συ στην κάθε ώρα του θανάτου.
Αχ! κάποια μέρα θά 'ρθει που τα κόκκινα σκουλαρίκια
ποτισμένα στα άνοστα φώτα που ρουφάν το άνοστο σκοτάδι
θά 'ναι για μένα άνοστα άνοστα άνοστα
σαν το τίποτα...
Άνεμος βορινός κατά την άνοιξη
Ορθά εκρίθηκεν η άνοιξη σαν πρόσκληση
στα αγαθά του επιγείου κόσμου.
Μετανοείς για ό,τι άφησες να φύγει δίχως γυρισμό
και τούτος ο βοριάς παρ' όλη του την εύθυμη πορεία
καλεί το πνεύμα σου στην αποθύμια των χαμένων
ΩΡΩΝ σου.
Κι έτσι σ' ύπτια στάση αποxαύνωσης αδιαφορείς
για την επίσπευση της αλλαγής σου ως προς τα οφέλη.
Και παίρνουν σάρκα και οστά οι μικροί δεσμοί
και καθρεφτίζεται το παρελθόν στο μέλλον σου.
Όλες οι οσμές που οργιάζουν φράζουν τις θύρες του εαυτού σου•
ας αγωνίζεσαι να τις τραβήξεις στο εσωτερικό
μένουν προκλήσεις των αισθήσεων μα οι στερνές
νομίζω πως εκχωριστήκαν από σένα.
1943
Τριλογία
III
Δεν ξέρω πια αν τίποτα αξίζει να κρατώ
στη μνήμη άξιο προσοχής παλαιότερα αισθητό.
Αν είναι ίσως δυνατό ποτέ δε θα υμνήσω
τον κίνδυνο της θάλασσας, ποτέ μου δε θα κλείσω
το φόβο και το άφρισμα, τη διαφάνειά της
που αγάπησα, στο στέρνο μου' τα διαδήματά της
δε θα φορέσω ούτε στιγμή μα ευθύς θα τα πετώ
κι από λιθάρι πιο ψυχρός θα παρουσιαστώ
που όλη νύχτα εθέρμαινε η σελήνη μοναχή,
για να μου δώσουν τη στερνή του κόσμου διδαχή.
Πολλές κοπέλες γέμισαν τίς μέρες μου δειλά
στις ώρες που επικίνδυνα ταξίδια τρυφηλά
σxεδιάζονταν σαν υδρατμοί πάνω στο μέτωπό μου'
με προφυλάξεις έξυπνες σαν του μελισσοκόμου
κρατούσα τ' άσπρα χέρια τους και έκλεινα τα μάτια
όπως όταν στη θάλασσα μου γέμιζαν μ' αλάτια...
Και θα 'ταν επινόηση περίφημη το να 'χω
να βάζω τις φωνές αυτές σ' αυτό το φωνογράφο.
Τώρα που ζω εξόριστα στην άδεια κάμαρά μου
xωρίς βιβλία, κάντρα, φως, και η μόνη είναι χαρά μου
να λησμονώ εκούσια τα άδεια περασμένα
πετώντας τα σαν γυαλικά παμπάλαια σπασμένα
καί βλέπω φίδια μισητά να αδικοσφυρίζουν
κάτι μακάβριους γνωστούς που τα ξαναθυμίζουν.
Τώρα που κάθε απόγευμα τρώμε χειμερινά
φρούτα καθώς κοιτάζουμε κονσέρβες ανανά,
κι είν' ή ζωή μας άδεια πια όπως και κάτι χώρες
που ξηρασία ενέσκηψε σ' αυτές και δίχως μπόρες
ζουν, και που φύγαν απ' αυτές οι δηωτές στρατιώτες
κι άφησαν λύπη πίσω τους και τις παλιές τους μπότες,
κι είν' η ζωή μας άδεια πια, όπως στο σπίτι αυτό
που το μονάκριβο παιδί πολύ πολυκλαυτό
ξεκίνησε αφήνοντας πίσω τ' ανάστημά του
και που τα παιχνιδάκια του κρύβουν απ' τη μαμά του.
Το κοιμισμένο μου μυαλό στα είδωλα γυρνά
κι η νέα μορφή μου πρόωρα και άδοξα γερνά
πίνοντας παγωμένο φως σε πιο μεγάλες δόσεις
χείλη πρησμένα από φωνές κι από φαντασιώσεις.
Αθήνα, 1942
Τι μαρτυρική ψυχή ζει στο καλοκαίρι!
Ποιος δεν το ευχήθηκε να γίνει αστραπή.
Φέτο ασχοληθήκαμε με το τι θα πει
να χτυπάς γροθιά στο μαχαίρι.
Φέτο ανακαλύψαμε ένα νέο χέρι
μπήκαμε στο σxήμα του με μια προσευχή.
Το χαμένο νόημα που 'χει η βροχή
η ψυχή μας έμαθε να ξέρει.
Περί θανάτου
Ω! η αρχή και το τέλος του ανθρώπινου σπόρου
καταργώντας μέσα μου την έννοια της φυλής
και του καιρού (αν εξαιρέσεις τα των ενδυμασιών).
Έτσι πεθαίνοντας εγώ με διάφορους τρόπους
όταν εκάστοτε έρχεται το πλήρωμα του χρόνου
στην Παλαιστίνη από βαθιά γεράματα όταν
ήμουνα ανάμεσα στους πρόδρομους του νέου φωτός
στο Βύρτσμπουργκ μεσήλικας αστός
πεθαίνοντας από επιδημία γρίππης
κρατώντας ένα αντίτυπο αγίας γραφής και το κερί μου
και στην Κορέα κίτρινος καλλιεργητής ρυζιού
από πανούκλα σε φρικτή αποσύνθεση
κουβάλησα τον αέναο τούτο σπόρο μέσα μου
όπως ένας καρπός που κλείνει στο κέντρο
το κουκούτσι του.
Μα πόσες ποικιλίες θανάτου έχω διαβεί!
Πέθανα άπειρες φορές από ασιτία
μορφάζοντας ξαπλωμένος στο λιθόστρωτο
πέφτοντας από τ' άλογο στις εκστρατείες των βασιλιάδων.
Στην εξιλαστική πυρά της Λισσαβώνας
φορώντας ένα san-benito πένθιμο
εβραίος τεσσαρακονταετής την ηλικία.
Στo στήθος και στο μέτωπό μου
έχουν ανθίσει πορφυρά λουλούδια του θανάτου
όταν εγώ πεταλωτής, δάσκαλος ή και επιπλοποιός
πολέμησα για να δοξάσω την πατρίδα μου.
Έxω πεθάνει στο Παρίσι από σύφιλη
και στο κανάλι της Αμβέρσας δολοφονημένος.
Από δυστύχημα τυχαίο σ' όλες τις γωνιές της γης
(ενώ περίεργοι κυττούν απ' τους εξώστες).
Ω! xιλιάδες απρόσωποί μου θάνατοι
θάνατοι του φορέα του ανθρώπινου σπόρου,
που κουβαλώ ωσάν μικρόβιο μέσα μου,
Έντομο ασήμαντο εγώ, είδος ανωφελούς κώνωπος.
Φεβρουάριος 1943
Γιώργος B. Μακρής (1923-1968)
Στις 31 Ιανουαρίου, πέφτοντας από την ταράτσα του σπιτιού του, στα Ιλίσια. Μετά από άλλες πέντε (κατ' άλλους 7) απόπειρες τα τρία προηγούμενα χρόνια.
Τα ποιήματα και η φωτογραφία είναι από το
βιβλίο Γραπτά Γεωργίου Β. Μακρή
Εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1986
Links:
Γιώργος Β. Μακρής στα Αυτοβιογραφικά
Γιώργος Β. Μακρής στo Γράμμα σε χαρτί
0 Comments:
Δημοσίευση σχολίου
<< Home