χωρίς άλλη αναβολή

Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2010

54 ~ Στέφαν Τσβάιχ: ένα Ναι, ένα Όχι, μια στιγμή όλη κι όλη...

Όπως ο ηλεκτρισμός της ατμόσφαιρας μαζεύεται στην άκρη του αλεξικέραυνου, έτσι και οι συνέπειες απειράριθμων γεγονότων συμπυκνώνονται στο μικρό διάστημα λίγων ωρών ή λίγων ημερών. Πράγματα που κανονικά θα χρειάζονταν μέρες και μήνες για να γίνουν, ολοκληρώνονται σε λίγες μόνο στιγμές, που καθορίζουν τα πάντα: ένα Ναι, ένα Όχι, μια στιγμή όλη κι όλη, που αποφασίζει για τη μοίρα και την τύχη των μελλοντικών γενεών, προδιαγράφοντας τη ζωή ενός ανθρώπου, ενός λαού ή ολόκληρης της ανθρωπότητας.

μτφ: Μαρία Αγγελίδου
~ Η φυγή στο Θεό - Εκδ. Πατάκη, 1997

Το εξασκημένο μάτι του Κόντορ είχε διακρίνει σωστά. Μονάχα τώρα που μου το είπε, καταλάβαινα και γω πόσο είμουν κουρασμένος απ' αυτή την εφιαλτική νύχτα και τις συγκινήσεις της ημέρας. Ακολουθώντας τη συμβουλή του - ένιωσα πως είμουν κιόλας κάτω απ' την επιρροή του - ξαπλώθηκα στην πολυθρόνα με το κεφάλι γερμένο προς τα πίσω και τα χέρια απλωμένα χαλαρά στα πλάγια. Είχε πια νυχτώσει για καλά. Μέσα στο δωμάτιο δεν μπορούσα να διακρίνω παρά την μεταλλική λάμψη των εργαλείων, στην ψηλή τζαμωτή βιτρίνα' στη γωνιά, εκεί που 'μουν ξαπλωμένος βασίλευε πηχτό σκοτάδι. Έκλεισα τα μάτια κι αμέσως φανερώθηκε μπροστά μου σαν σε κινηματογράφο, το πρόσωπο της τυφλής, με κείνη την αλησμόνητη έκφραση με την απότομη αλλαγή απ' τον τρόμο στην απρόσμενη ευτυχία, όταν την άγγιξε ο Κόντορ. Θαυμάσιος γιατρός, συλλογίστηκα. Αν μπορούσε, αλήθεια, να με βοηθήσει και μένα έτσι! Θαμπά, αχνά, ένιωσα πως έπρεπε να σκεφτώ και κάποιον άλλον, που κι αυτός είταν έτσι ανήσυχος και ταραγμένος, που κι αυτός περίμενε κάτι για να γιατρευτεί και να σωθεί. Αυτό το κάτι που μ' είχε φέρει και μένα εδώ.

μτφ: Π. Σπηλιωτόπουλος
~ Επικίνδυνη συμπόνια - εκδ. Γκοβόστη, χ.χ.

Στη μικρή πανσιόν της Ριβιέρας, όπου βρισκόμουνα τότε, (δέκα χρόνια πριν από τον πόλεμο), είχε ξεσπάοει στο τραπέζι μας μια ζωηρή συζήτηση που, απότομα, λίγο έλειψε να μετατραπή σε άγριο διαπληκτισμό, και συνοδεύτηκε μάλιστα από λόγια γεμάτα μίσος. Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν μια φαντασία στομωμένη. Εκείνο που δεν τους θίγει κατ' ευθείαν, μπαίνοντας σα σφήνα μέσα στο μυαλό τους, δεν κατορθώνει να τους συγκινήση καθόλου. Αλλ' αν μπροστά στα μάτια τους, σε άμεση επαφή με την ευαισθησία τους, συμβή κάτι, ακόμα και χωρίς μεγάλη σημασία, αμέσως κοχλάζει μέσα τους ένα πάθος υπέρμετρο. Τότε, συμπληρώνουν, ως ένα μέτρο, την έλλειψη ενδιαφέροντος που δείχνουν για τα εξωτερικά γεγονότα, με μιαν ορμή παράκαιρη κι υπερβολική.

Το ίδιο συνέβη κι αυτή τη φορά με τη συντροφιά μας, που ήσαν εντελώς αστοί και που συνήθως έκαναν μερικά ανώδυνα αστεία και, το πιο συχνά, αμέσως μετά τα γεύματα σκόρπιζε: το συζυγικό ζεύγος των Γερμανών για να κάνη εκδρομές και να πάρη φωτογραφίες, ο στρογγυλούλης ο Δανέζος για τη μονότονη τέχνη του ψαρέματος, η καθώς πρέπει Εγγλέζα κυρία για να επιστρέψη στα βιβλία της, οι Ιταλοί σύζυγοι για να το σκάσουν για το Μόντε Κάρλο κι εγώ για να τεμπελιάσω σε μια πολυθρόνα του κήπου, ή για να εργαστώ. Αλλ' αυτή τη φορά μείναμε όλοι κολλημένοι ο ένας στον άλλον, μ' εκείνη τη μανιώδη συζήτηση• κι αν ένας από μας σηκωνόταν απότομα, δεν ήταν, όπως συνήθως, για να φύγη, αλλά γιατί ήταν ερεθισμένος, πράγμα που, όπως είπα, έκανε όλους να μανιάζουν.

Είναι αλήθεια πως το γεγονός, που είχε αναστατώσει σε τέτοιο βαθμό τη μικρή μας «στρογγύλη τράπεζα», ήταν αρκετά παράδοξο.

μτφ: Γιώργος Τσουκαλάς
~ 24 ώρες από τη ζωή μιας γυναίκας - εκδ. Άγκυρα 1980

— Θα 'θελα να σας ρωτήσω κάτι... Δηλαδή, θα 'θελα να σας διηγηθώ κάτι. Ξαίρω, ξαίρω πόσο παράλογο είναι εκ μέρους μου ν' απευθύνομαι έτσι στο πρώτο πρόσωπο που συναντώ, αλλ'... είμαι... είμαι σε μια κατάσταση ψυχική τρομερή..., είμαι σ' ένα σημείο που έχω απόλυτη ανάγκη να μιλήσω σε κάποιον, αλλιώς είμαι χαμένος... θα με καταλάβετε, όταν... ναι... όταν θα σας έχω διηγηθη... Ξαίρω πως δεν θα μπορέσετε να με βοηθήσετε, αλλ' αυτή η σιωπή μ' αρρωσταίνει... κι ένας άρρωστος είναι πάντοτε γελοίος για τους άλλους...

Τον διέκοψα και τον παρακάλεσα να μη βασανίζεται. Αν ήθελε να μου διηγηθή... Δεν μπορούσα, φυσικά, να του υποσχεθώ τίποτε, αλλ' ήταν καθήκον, τουλάχιστον, να δείξω κάποια καλή θέληση. Όταν βρίσκουμε κάποιον μέσα σε απελπισία, είναι φυσικό να θέλουμε να προσπαθήσουμε.

— Το καθήκον... να δείξετε κάποια καλή θέληση... το καθήκον να προσπαθήσετε... Σκέφτεστε, λοιπόν, και σεις επίσης ότι υπάρχει κάποιο καθήκον... ότι οφείλει κανείς να προσφέρη την καλή του θέληση.

Ξαναπε τρεις φορές τη φράση. Αυτός ο επίμονος τρόπος να επαναλαμβάνη τα πράγματα μ' έκαμε ν' ανατριχιάσω. Αυτός ο άνθρωπος ήτανε τρελός; Ή ήτανε μεθησμένος;

Αλλά, σάμπως αυτή η υποψία να είχε περάσει τα χείλη μου, σα να την είχε ακούσει, είπε ξαφνικά με φωνή διαφορετική:
— Θα με νομίσετε, ίσως, μεθησμένο, ή  τρελό. Όχι, δεν είμαι, δεν είμαι ακόμα. Μόνο που η λέξη που προφέρατε με συγκίνησε πολύ παράξενα... Πολύ παραξενα, γιατί αυτό είναι που με βασανίζει• θα 'θελα να ξαίρω αν έχουμε κάποιο καθήκον... το καθήκον...

μτφ: Γιώργος Τσουκαλάς
~ Αμόκ (περιλαμβάνεται στο βιβλίο 24 ώρες από τη ζωή μιας γυναίκας) - εκδ. Άγκυρα 1980

Το πεπρωμένο ακολουθεί τους ισχυρούς και τους δεσπότες. Χρόνια μπορεί ν' ανήκει τυφλά σ' Ένα μόνο: σ' έναν Καίσαρα, σ' ένα Ναπολέοντα, γιατί αγαπάει τον άνθρωπο που μοιάζει μ' αυτό το ίδιο το ακατανόητο στοιχείο. Κάποτε όμως, σπάνια πολύ, ρίχνεται από μια παράξενη ιδιοτροπία σ' έναν οποιονδήποτε αδιάφορο. Κάποτε - κι αυτές είναι οι εκπληκτικώτερες στιγμές της παγκόσμιας ιστορίας - πέφτει το νήμα της ειμαρμένης για τη διάρκεια ενός λεπτού στο χέρι ενός μηδαμινού. Τέτοιοι άνθρωποι είναι πάντα περισσότερο τρομαγμένοι παρά ευτυχισμένοι από τη θύελλα της ευθύνης που τους ανακατεύει στο ηρωϊκό παγκόσμιο δράμα και σχεδόν πάντοτε αφήνουν από τα χέρια το πεπρωμένο που τους έπεσε. Σπάνια μόνον αρπάζει ένας την περίσταση ψηλά, υψώνοντας μαζί και τον εαυτό του. Γιατί μόνο για ένα δευτερόλεπτο δίνεται το μεγαλείο στον άσημο. Όποιος ολιγωρήσει, χάνει για πάντα την ευκαιρία, που ποτέ δεν ξανάρχεται δεύτερη φορά.

μτφ: Ευγενία Ισαακίδου
~ Η στιγμή του Βατερλώ - Νέα Εστία τ.861, Μάϊος 1963

Ο άνθρωπος που βίωσε φως και σκοτάδι, πόλεμο και ειρήνη, άνοδο και πτώση, αυτός μόνον γεύτηκε στ' αλήθεια τη ζωή.
*
Μόνο η δυστυχία της εξορίας μπορεί να σε εφοδιάσει με την βαθιά αντίληψη και τη σφαιρική θεώρηση της πραγματικότητας του κόσμου.
*
Κάθε κύμα, ανεξαρτήτως του πόσο ψηλά και δυνατά υψώνεται, είναι βέβαιο ότι τελικώς θα καταρρεύσει εντός του.
*
Στην ιστορία οι στιγμές κατά τις οποίες επικρατεί η λογική και η συμφιλίωση είναι σύντομες και φευγαλέες.
*
Δεν έχει νόημα μία θυσία όταν καταλήγεις να πιστεύεις πως έκανες θυσία.
*
Η Ευρώπη είναι τελειωμένη, ο κόσμος μας ρημαγμένος.

μτφ: Ιωάννα Μοάτσου-Στρατηγοπούλου

Για πρώτη φορά η έννοια "αποξένωση" του φανερώνεται τυλιγμένη ίσαμε τώρα μ' ένα ρομαντικό φως, σα βάραθρο γιομάτο σκοτάδι κ' ερημιά. Πάνω στο φόβο του προσκολλάται στον πρώτο που θα συναντήσει, συζητεί με οικειότητα με τον υπηρέτη, την καμαριέρα, που νοιώθουν μια παράξενη συμπάθεια για τον ξεσπιτωμένο νεαρό και εξ αιτίας της νευρικότητάς του υποψιάζονται ότι κάποια τραγωδία ξετυλίγεται μέσα στη ζωή του, που πολύ σύντομα θα εκδηλωθεί.

Το βράδι κλείστηκε στο δωμάτιό του γράφοντας και διαβάζοντας. Την άλλη μέρα, στις 21, δεύτερη μέρα της καινούργιας του ζωής, πηγαίνει πρωί-πρωί στη Λειτουργία (ίσως μια τελευταία προσπάθεια να ζητήσει ένα θαύμα απ' το Θεό). Κ' ύστερα ξεχνιέται στους δρόμους κοντά στο λιμάνι, άσκοπα. Το μεσημέρι ξαναγυρίζει στο ξενοδοχείο, διαβάζει και γράφει απ' την αρχή, κι ανάμεσα στ' άλλα κ' ένα γράμμα που αργότερα το 'σκισε. Την άλλη μέρα, στις 22, την τρίτη μέρα της καινούργιας του ζωής φεύγει, αφού πρώτα σφίξει δυνατά το χέρι του μοναδικού του φίλου, του υπηρέτη, προσφέροντάς του όσα βιβλία έχει στο δωμάτιό του αφημένα, για να τον θυμάται...

Κάτι το ανησυχαστικό προδίνουν οι τρόποι του τρομαγμένου νεαρού, που κάνει τους γνωστικούς ν' ασχοληθούν περισσότερο μαζί του. Όταν συγύρισαν το δωμάτιό του, μετά την αναχώρησή του, βρήκαν μέσα στον κάλαθο των αχρήστων τα κομμάτια κάποιας σκισμένης επιστολής. Από περιέργεια τα παίρνουν, τα ξανακολλούν και με έκπληξη διαβάζουν:
«Aγαπητοί μου γονείς, συγχωρέστε με, συγχωρέστε με για τον αμέτρητο πόνο που σας προξένησα. Είμαι ένας τιποτένιος, ένας κλέφτης. Ελπίζω όμως πως η μετάνοιά μου ξεπληρώνει το παράπτωμά μου. Σας επιστρέφω απ' το χρηματικό ποσό όσα δεν εξόδεψα και σας παρακαλώ να με συγχωρέσετε. Όταν θα 'χετε πάρει το γράμμα μου, δε θα βρίσκομαι πια στη ζωή. Έχετε γεια. Σας εκτιμώ περισσότερο από κάθε τι. Το απογοητευμένο σας παιδί, Φίλιππος».

Και κάτω σαν υστερόγραφο:
«Φιλείστε μου την Κλαίρη και τον Φράνκ. Μην τους πείτε ποτέ ότι ο αδελφός τους ήταν ένας κλέφτης».

Τα χέρια τους τρέμουν κι ο νους τους πάει αμέσως στην Αστυνομία να προλάβει όσο είναι ακόμα καιρός την αυτοκτονία ή να ειδοποιήσουν τους δικούς του. Αλλά η διεύθυνση που απευθύνεται η επιστολή, τους προξενεί τρόμο. Ο Λέων Ντωντέ βρίσκεται μακριά απ' το Παρίσι εξ αιτίας της επιθετικής του αρθρογραφίας, διάσημος για την ορμητικότητά του, ένας φανατικός μοναρχικός που μισεί θανάσιμα τους αντιπάλους του. Να του αναγγείλουν ότι ο γιος τους είναι κλέφτης; Μπορεί η είδηση τούτη να 'χει σοβαρές συνέπειες. Κρύψανε λοιπόν το γράμμα. Πόσες χιλιάδες φορές, άραγες, σ' αυτόν τον κόσμο καταστρέφεται ένας άνθρωπος απ' τη λιποψυχία των άλλων, απ' το φόβο τους μήπως κάνουν μιαν ασήμαντη αγένεια, ή από δειλία;

μτφ: Μαρία Λουΐζα Κωνσταντινίδη
~ Η περιπλάνηση και το τέλος του Πιερ Μπονσάν - Νέα Εστία τ. 1419, Αύγουστος 1986

Αυτές οι επιστολές που έρχονται από μακριά και που μου γράφει η Φ. είναι γεμάτες καλοσύνη και αυταπάρνηση, που αναρωτιέμαι γιατί ο Θεός μού έκανε ένα τέτοιο δώρο, σ' εμένα, που με ξέρω ανάξιο εξαιτίας της ψυχρότητας των συναισθημάτων μου, της ζωής μου που χάλασα και του τρομερού μαρασμού της φιλοδοξίας μου. Να λοιπόν, εάν δεν είμαι καταδικασμένος να χαθώ ολοκληρωτικά, ποιος πρέπει να με βοηθήσει.
*

Δεν ελπίζω πια σε τίποτε - είτε πουλήσω δέκα χιλιάδες ή εκατόν πενήντα χιλιάδες αντίτυπα, τι έγινε; Σημασία θα είχε να ξεκινούσα από το μηδέν, να ανακαλύψω έναν νέο τρόπο ζωής, μια άλλη φιλοδοξία, μια άλλη σχέση με την ύπαρξη - να μετοικήσω, και αυτό όχι μόνο εξωτερικά.
*

Έχουμε εκνευριστεί από τα αδιάκοπα παγκόσμια γεγονότα, τα νέα επισπεύδονται με μια τρομακτική επιθετικότητα। Ζούμε τις εντονότερες στιγμές της ζωής μας: η μοίρα της Ευρώπης αλλάζει μορφή. Τι είναι όμως για μας η Ευρώπη εκτός από ένα όραμα, ένα μαύρο σημείο πάνω σ' ένα χάρτη που έχει μεταμορφωθεί σ' εσωτερικό πόνο.
*

Μετατρέψαμε μα μια μονοκοντυλιά το νόημα μιας ολόκληρης ζωής σε μη νόημα. Έγραφα και σκεπτόμουν πάντα στα γερμανικά, αλλά κάθε σκέψη, κάθε ευχή που εξέφραζα άνηκαν στα κράτη που ήταν κάτω από τα όπλα για την ελευθερία του κόσμου. Κάθε άλλος δεσμός πέρασε, είναι παρωχημένος, ξεσκίστηκε και ράγισε κι ήξερα ότι ύστερα από αυτόν τον πόλεμο τα πάντα θα ήταν μια νέα αρχή.
*

Κανένας θάνατος δεν είναι τόσο μουσικός και δεν είναι σε τέτοιο βαθμό μέθη κι ενθουσιασμός... Ο Kλάιστ, πάντα υπερβολικός, εξυψώνει το θάνατο στο επίπεδο ενός πάθους, μιας μέθης, ενός οργίου, μιας έκστασης. Το τέλος του είναι εγκατάλειψη, μακαριότητα που ποτέ δεν γνώρισε στη ζωή του, τα πάντα γύρω του είναι ελαφρότητα, μέθη, έξαψη! Ρίχνεται στο χάος τραγουδώντας.
*

Μόνο το πάθος που βρίσκει το χάος του
Ξέρει να πυρπολεί το Είναι σου μέχρι τα μύχια.
Μόνο αυτός που χάνεται ολόκληρος
ξαναβρίσκει τον εαυτό του.
Πάρε λοιπόν φωτιά! Μονάχα εάν καείς,
Θα γνωρίσεις τον κόσμο στο βάθος του Είναι σου!
*

Τα ευχαριστήρια ενός εξηντάχρονου[....]
Το αίσθημα της νύχτας που ζυγώνει
Δεν καταβάλλει - όχι, ελαφρώνει!
Μπορεί μονάχα τη χαρά του ρεμβασμού του κόσμου να γευθεί
Αυτός που τίποτε πια δεν επιθυμεί,

Που δεν ζητά πια εκεί που έχει φτάσει
Δεν κλαίει πια για ό,τι έχει χάσει
Και που γι' αυτόν το γήρας δεν είναι παρά σημάδια
Της δικής του αναχώρησης ρημάδια...

μτφ: Άννυ Καλύβα
~ Catherine Sauvat, Bιογραφία Στέφαν Τσβάιχ - Εκδ. Κασταλία, 2006

Δήλωση

Πριν αποχωρήσω από τη ζωή, με πλήρη γνώση και διαύγεια, επείγομαι να φέρω εις πέρας μια τελευταία υποχρέωση: είμαι βαθύτατα ευγνώμων σ' αυτή την θαυμάσια χώρα, τη Βραζιλία, που προσέφερε σ' εμένα και την εργασία μου τόπο διαμονής τόσο όμορφο και φιλόξενο. Κάθε μέρα μάθαινα ν΄αγαπώ όλο και πιο πολύ αυτή τη χώρα, και πουθενά αλλού δεν θα μπορούσα να δοκιμάσω να χτίσω τη ζωή μου από την αρχή, μετά που ο κόσμος της λαλιάς μου εξαφανίστηκε και η Ευρώπη, η πνευματική μου πατρίδα, καταστράφηκε.

Αλλά μετά τα εξήντα απαιτούνται ιδιαίτερες αντοχές για να ξαναρχίσεις. Και οι δικές μου είναι μειωμένες μετά από τόσα χρόνια που βαδίζω χωρίς πατρίδα. Για το λόγο αυτό κρίνω πως το καλύτερο είναι να τερματίσεις εγκαίρως και με αξιοπρέπεια μία ζωή που η μεγαλύτερή της ικανοποίηση ήταν η πνευματική εργασία, και της οποίας το πιο πολύτιμο αγαθό στον κόσμο ήταν η προσωπική ελευθερία.

Χαιρετίσματα στους φίλους μου. Ελπίζω πως θα μπορέσουν να δούν να χαράζει μετά από μια τόσο ατέλειωτη νύχτα. Εγώ, υπερβολικά ανυπόμονος, θα προχωρήσω.

Στέφαν Τσβάιχ
Πετρόπολις, 22. II. 1942

μτφ: Ιωάννα Μοάτσου-Στρατηγοπούλου


Stefan Zweig (1881-1942)
Στις 22 Φεβρουαρίου με ισχυρή δόση βαρβιτουρικών. Απογοητευμένος, απελπισμένος για το μέλλον της Ευρώπης και του πολιτισμού της, και τρομαγμένος ότι - μετά και την πτώση της Σιγκαπούρης - ο ναζισμός θα κατακτήσει τελικώς τον κόσμο. Μαζί με την γυναίκα του, Σάρλοτ Άλτμαν, στο σπίτι τους, στην Πετρόπολη της Βραζιλίας, κρατημένοι ο ένας απ' το χέρι του άλλου.



- φωτ: braun-prager.de -

Ακόμα:
- για τον Στέφαν Τσβάϊχ στο μολύβι
από Κατερίνα Στρατηγοπούλου-Μ.. _Permalink ---> 29.12.10

0 Comments:

Δημοσίευση σχολίου

<< Home