χωρίς άλλη αναβολή

Δευτέρα 31 Αυγούστου 2009

31 ~ Χάινριχ φον Κλάιστ: ...ο Θεός αποζημίωσε τη ζωή μου μ' έναν από τους πιο υπέροχους και ηδονικoύς θανάτους

Στην αδελφή του, Ούλρικε:

Άνοιξη 1799
«...βρίσκω αδιανόητο το πώς ένας άνθρωπος μπορεί να ζήσει χωρίς ένα σχέδιο στη ζωή του. Η αίσθηση της ασφάλειας που χαρακτηρίζει τον παρόντα χρόνο μου, καθώς και η ηρεμία με την οποία ατενίζω το μέλλον, με κάνουν να νιώθω βαθιά μέσα μου πόσο ανεκτίμητη ευτυχία μου χαρίζει το σχέδιο που ήδη έχω χαράξει για τη ζωή μου.

Το να ζεις χωρίς κανένα σχεδιασμό, χωρίς σταθερό σκοπό, κλωθογυρίζοντας συνέχεια ανάμεσα σε αβέβαιες επιθυμίες, σε μόνιμη ασυμφωνία με τα καθήκοντα και τις δραστηριότητες σου, τελικά ένα παίγνιο της τύχης, μια μαριονέτα στα νήματα της μοίρας - μια τέτοια ανάξια κατάσταση μου φαίνεται τόσο ευτελής και καταφρονητέα, θα με καταντήσει τόσο κακόμοιρο και άθλιο, ώστε ο θάνατος θα είναι ασύγκριτα προτιμότερος».

... εκείνη προστάζει να ζέψουν την άμαξά της, αποφασισμένη να φύγει αμέσως για την πόλη. Όμως πριν προλάβει καλά καλά να συμμαζέψει μερικά πράγματα και να ξεχυθεί κατά την πόλη, βλέπει τον πύργο τυλιγμένο σε φλόγες. Ο μαρκήσιος, εξαγριωμένος απ' το φόβο, είχε αρπάξει ένα κερί και το 'χε απλώσει στις τέσσερις γωνιές του δωματίου που, ντυμένο με ξύλο καθώς ήταν, τυλίχτηκε αμέσως στις φλόγες. Μάταια η μαρκησία έστειλε ανθρώπους μέσα να σώσουν τον δυστυχισμένο˙ εκείνος είχε με τον οικτρότερο τρόπο ήδη υποκύψει και σήμερα ακόμη κείτονται τ' άσπρα του κόκαλα μαζεμένα απ' τους χωρικούς στη γωνιά του δωματίου, απ' όπου είχε κάποτε σηκώσει με τη βία τη ζητιάνα του Λοκάρνο.
("Η ζητιάνα του Λοκάρνο" - η λέξη - τ.107, Ιαν.92)

Στην εξαδέλφη του, Marie:

Nοέμβρης 1811
«...Πίστεψε με, αισθάνομαι τόσο ευτυχισμένος. Πρωί και βράδυ πέφτω στα γόνατα μπροστά στο Θεό, κάτι που μέχρι τώρα δεν είχα μπορέσει να κάνω- τώρα. Του χρωστάω χάρη, γιατί ο Θεός αποζημίωσε τη ζωή μου, την πιο βασανιστική ζωή που έζησε ποτέ άνθρωπος, μ' ένα από τους πιο υπέροχους και ηδονικούς θανάτους... Η απόφαση της να θέλει να πεθάνει μαζί μου με τράβηξε στην αγκαλιά της, με τέτοια ανείπωτη και ακαταμάχητη δύναμη που δεν μπορώ να σου την περιγράψω... Ακριβή μου φίλη, ας με καλούσε γρήγορα ο Θεός σ' αυτόν τον καλύτερο κόσμο...»

«... στον οργανικό κόσμο, όσο σκοτίζεται και αδυνατίζει ο λογισμός, τόσο πιο αστραποβόλα και ηγεμονική προβάλλει η χάρη. Και όπως η τομή δυο ευθειών στη μια πλευρά κάποιου σημείου διασχίζει το άπειρο και ξεφυτρώνει αίφνης στην άλλη του πλευρά, ή όπως το είδωλο κοίλου κατόπτρου διανύει το κενό και εμφανίζεται απρόοπτα εμπρός μας, έτσι αναπάντεχα παρουσιάζεται η χάρη όταν η γνώση φεύγει στο αχανές, και διακρίνεται πιο καθαρά στο σώμα εκείνο που δεν έχει διόλου γνώση, ή έχει γνώση απέραντη, δηλαδή στο ανδρείκελο ή στο Θεό.»
«Μήπως", είπα λιγάκι αφηρημένος, «θα πρέπει να ξαναγευτούμε τον καρπό του Δένδρου της Γνώσεως, για να επιστρέψουμε στην ηλικία της αθωότητος;»
«Να σας πω», απάντησε, «αυτό είναι το τελευταίο κεφάλαιο της ιστορίας του κόσμου.»
("Οι Μαριονέτες" μτφ: Τζένη Μαστοράκη - εκδ. Άγρα, 1982)

Στην αδελφή του, Ulrike:

Noέμβρης 1811
«Δεν μπορώ να πεθάνω πλήρης και ευτυχισμένος, καθώς είμαι, χωρίς προηγουμένως να συμφιλιωθώ με όλον τον κόσμο και προπάντων μ' εσένα... Είθε να σου χαρίσει ο ουρανός ένα θάνατο που, έστω και κατά το ήμισυ, να προσεγγίζει την ευτυχία και την απερίγραπτη χαρά που νιώθω εγώ τώρα...»

... αν μπορούσα να δω μέσα στην καρδιά μου, να μαζέψω τις σκέψεις μου, και με τα γυμνά χέρια μου να τις αφήσω, χωρίς πρόσθετα στολίδια, στη δική σου καρδιά, τότε, ομολογώ, η πιο κρυφή επιθυμία της ψυχής μου θα έχει εκπληρωθεί.
("Letter from One Poet to Another")

Στην εξαδέλφη του, Marie:

Nοέμβρης 1811
«...αν περνούσε ακόμη από το χέρι μου, σε διαβεβαιώνω πως θα παραιτούμουν από την απόφαση μου να πεθάνω. Όμως, στ' ορκίζομαι, μου είναι τελείως αδύνατο να εξακολουθήσω να ζω. Η ψυχή μου είναι τόσο πληγωμένη... Όμως, δεν μπορώ να αντέξω να βλέπω να μου συμπεριφέρονται σαν να 'μουν ένα τίποτα, ένα άχρηστο μέλος της κοινωνίας, και να μη μου αναγνωρίζεται η παραμικρή αξία... Έχε γεια! Είσαι η μόνη πάνω στη γη που θα ήθελα να δω ξανά. ...Βρήκα μια φίλη που η ψυχή της φτερουγίζει σαν μικρός αετός... Που καταλαβαίνει πως η θλίψη μου είναι μεγάλη, βαθύρριζη και ανίατη, και γι' αυτό, παρ' όλο που έχει τον τρόπο να με κάνει ευτυχισμένο, θέλει να πεθάνει μαζί μου. Που μου δίνει την απερίγραπτη ευχαρίστηση να θέλει να σκοτωθεί τόσο εύκολα κι αμέριμνα...»


Bernd Heinrich Wilhelm von Kleist (1777–1811)
Στις 21 Νοεμβρίου, στην όχθη της λίμνης του Wannsee,
κοντά στο Πότσδαμ, με σφαίρα στο στόμα. Αμέσως μετά
που πυροβόλησε στην καρδιά τη φίλη του Αdolfine Vogel,
όπως είχαν συμφωνήσει, και αφού η σύζυγός του, είχε
αρνηθεί την πρότασή του ν' αυτοκτονήσει μαζί του.





Τα τέσσερα αποσπάσματα από τις επιστολές προς την
αδελφή του Ulrike και προς την εξαδέλφη του Marie,
είναι από το βιβλίο του
Γιάννη Βασιλειάδη
"Γκέοργκ Μπίχνερ και Χάινριχ φον Κλάιστ"

- εκδ. Αιγόκερως, 2005

από Κατερίνα Στρατηγοπούλου-Μ.. _Permalink ---> 31.8.09

0 Comments:

Δημοσίευση σχολίου

<< Home