χωρίς άλλη αναβολή
Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2014
...λόγω βλάβης
Το ...εν αναμονή υλικό θα συνεχίσει να προστίθεται όταν η βλάβη αποκατασταθεί.
Παρασκευή 14 Μαρτίου 2014
91 ~ Θεόδωρος Ντόρρος: Ούτ' ένα τρίξιμο πιο ξυπνητής ζωής δε θα ταράξει το κλάμα του θανάτου της ψυχής μου.
Είναι η ώρα που ολονώνε η ζωή βαραίνει την ψυχή μου.
Στο πλαϊνό γιαπί ένας εργάτης στήθηκε
ανάμεσα σε δυο φωτάκια ολοκόκκινα.
Μόλις που βλέπει.
Και ξαναρχίζει χτυπητό το πάφλασμα της λάσπης.
Και το σκάψιμο... Να πάρει μέσα κάποιονε...
Ώρα πολύ.
Κουράστηκα, μαζί του...
Φεύγει κι αυτός μέσ' στη βροχή,
σα ν' άφησε τον κόσμο ατέλειωτο.
Δε βλέπω πια παρά το γέρο αντίκρυ,
ακίνητο στη θέση του.
Και μ' όλα του τα όνειρα,
εκεί που είναι ζει,
σαν τον όποιον άνθρωπο,
σαν όλους τους απόψε.
Καθένας τη δική του τη ζωή,
εκεί που είναι.
Κάπου. Κάπως.
Έτσι πεθαίνουν ολοένα.
Κι όλοι τους μαζί σα να μη το 'νιωσαν ποτές,
όχι μονάχα ένας,
όλοι τους μαζί...
Λες κι έφταιξα. Φουντώνω από ντροπή.
Ένα περπάτημα.
Το κάθε βήμα, εγερτήριο,
που θα τα ζωντανέψει όλα,
και μένανε θα σώσει.
Μα η συμπόνοια ξένη πάντα.
Δυνάμωσε και πέρασε αφήνοντας την πίκρα και το μίσος.
Αγριεμένα ψάχνουνε τα μάτια μου.
Ας πέρναγε τώρα ένα μοναχά ταξί.
Θα πρόφταινα να δω θαμπά στο μουσκεμένο φως του...
Μ' ακούω μακριά το βραχνασμό του,
σαν ο δικός μου ο λαιμός να σφίγγεται μέσα στο χέρι του σωφέρ.
Μαζί με τη θυσία μου και το χαμό μου.
Μέσ' στο σκοτάδι
που ξανάσβησε το δρόμο τον απόμερο της πόλης,
κανένας άλλος ζωντανός.
Ολόγυρα στους τοίχους μαυρίζουν τα παράθυρα
σαν τάφοι, σηκωμένοι, όλοι μονομιάς.
Και μέσα τρυπωμένοι σκελετοί.
Κοντά τους είναι κι η ζωή, όπως κι αλλού,
ξαφνιάζει κάποιονε, και φεύγει,
τραβηγμένη από κάποια πονηράδα μεγαλύτερη.
Ξέχασαν όλοι πια πως τη ζητάνε.
Ολομόναχος, τρομάζω, νιώθοντας όλο μου τον όγκο,
και μπρος μου, αμίλητη την ύπαρξή μου, ολόρθη.
Αυτή που είναι το κενό.
Γεμάτο φόβο.
Σα να μην έχω ζήσει παρά τότε.
Οι θύμησες μου, αλλουνού.
Μα όχι. Ποτέ δεν έτυχε να είμαι γω σε κάποιο μέρος.
Είμαι παντού με όλους, και πιο πολύ παντού.
Θα φύγω αμέσως κι από δω.
Να μη σταθώ ποτέ.
Σε ξένους ήλιους και δροσιές,
στου καθενός το στολισμένο τίποτα, καμαρωμένο,
να ξεπεράσω τη δική μου την ψευτιά.
Ούτε κι εκεί.
Στο δρόμο,
εξω,
περπατάτε.
Κοντά στο χώμα και στον ουρανό.
Πάντα πηγαίνετε. Ποτέ μη σταματάτε.
Κι εγώ ίσα γραμμή στο πλοίο το μικρό,
μονάχος με τον κίνδυνο
που όλα αυτός τα βλέπει.
Στα κύματα, με τη μεγάλη τη ζωή. Ατέλειωτα.
Κάπου κει και πιο μακριά. Δεν ξέρω.
Μακρύτερα απ' όλους σας.
Πάντα ορθός, αλύγιστος,
ριγίζοντας στον άνεμο το σκοτεινό
που θα παγώνει τα φλογισμένα μάτια μου,
τον τελευταίο πυρετό της σάρκας θα δροσίζει.
Όλο θα πηγαίνω, ίσαμε να πέσω - μια φορά.
Όχι πάντοτε, σαν όλους σας που ζείτε κάπου απόψε,
έτσι κάπως.
Λεφτερωμένος απ' τη δική σας τη ζωή.
Τα γινόμενα
Τα όμορφα -μεγάλα- γινόμενα
φτάνει να δίνουν σεβασμό και δάκρυα.
Μα ό,τι κινάει τη ζωή μας
-εκείνηνε που δρα-
πρέπει να θέλει το ξεγίνομα
της καθισμένης της προσπάθειας
που 'μείνε μόνο κόπος,
και χωρίστηκε
στο γύρεμα της γνώσης,
στο ξέχασμα μέσ' στου κορμιού μας το βασίλειο,
στου νου μας την κατάχτηση πάνω στους άλλους
και στον ίδιο εαυτό μας,
στις ομορφιές. Τέτοιες, δεν έφτιασαν,
δεν είδανε ως τα σήμερα καμιά, απόλυτη.
Γιατί οι αληθινές δε φανερώνουνται σε κόσμο που 'ναι
θρονιασμένη η ασχήμια πονηρεμένης βαρβαρότηρας.
Κι όσοι, ανάμεσα του, προσπαθήσαν
να τις ιδούνε, να τις φιάξουνε, εγελαστήκαν.
Μεγαλωμένος σήμερα. Μ' ό,τι μου δόθηκ' απ' τη
φύση κι απόμειν' απ' των άλλωνε τα κέφια.
Δε σέρνουμαι απ' τους αιώνες πίσω μου,
τους κρατημένους στα μουσεία, στα ερείπια,
και που ακούω να μου λένε ότι τρέχουνε ακόμα
μέσ' στο αίμα μου.
Ούτε τραβιέμαι άθελα μέσ' στο σκοτάδι
κείνων που θα 'ρθούνε.
Οι λίγοι που κρατιώνται ζωντανοί
μ ο ν ά χ α
για ένα έ π ε ι τ α καλύτερο της ράτσας μας, μισούν
τα φίλτρα που κολλούν στα γινόμενα τη ζωή μας,
σαν το παιδί στης μάννας την ποδιά.
Η όρεξη για δράση
πρωτοφανέρωμα ζωής,
της μόνης,
σαρκωμένης,
πάντα καινούριας
-όπως είναι—
μπρος στη γδυτή ψυχή μας
και στην τέτοια γνώση μ ό ν ο
που μπορεί να στέκετ' εκεί μπρος.
Στην κάθε μεγαλούπολη,
το κάθε βράδυ
[Έτοιμα όλα, δικαιώνουν την πολύξερη υποδοχή του μαιτρ ντ' οτέλ. Στ' αντίκρυσμα της σάλας νεύει με μάθηση αλάθευτη το μαλακό το κύλισμα ευγένειας πολιτισμένα δουλεμένης. Προσφέρει άνεση. Καθήκον υψηλόν. Και ξαναλέει με υπόκλιση πως είναι μόνο το καλύτερο που βρίσκεται ύστερ' απ' τη χλιδή του παλατιού τουκαθενός πελάτη... Όμως δε θα του είναι βαρετή κι αυτού του πολυχρήματου. Απολογία στην προνομιούχο απόλαυση. Τίποτα δε θα ταράξει την καλοσύνη της παρουσίας του. Τίποτα που θα 'ταν σα λέξη τολμηρή μπρος σε κυρία.
Τα γυαλικά κατάστεγνα με των ασημικών τη λάμψη ταιριασμένα. Ασπράδα πλούσια στις τσάκισες. Οι μυρωδιές, τα χρώματα, τα σχήματα και οι ουσίες των φαγιών μελετημένη εξυπνάδα. Και το στομάχι αν πονούσε θα 'ταν απρεπές. Ίδια κι οι σκέψεις και τα λόγια, που δε βγαίνουνε απ' τη γραμμή της συμφωνίας. Σκεπάσαν οι λαμπίτσες κάθε βάναυση ακτίδα του φωτός.]
(Μουσικές και τραγούδια, Ι)
Ξεμούδιασμα
Η σπιθερή ματιά ενός «καλού πελάτη», ακολάκευτη,
μονολογεί.
Όπως το κάνει πάντα αυτός.
Και μπρος στο γέλιο μιας κοκότας.
Έτσι, ανόητα,
προσμένει να μιλήσει τα κρυφά του:
«—Ω! τέτοια μουσική! Συ μου βουβαίνεις
της ατόξινης αλήθειας τη φωνή πως είν'
αλλού εκείνα τ' άλλα... πολύ αλλού.
Μου πνίγεις μέσα μου τον πόνο μακρινής
αλήθειας σαν έτσι ανεμίζεις τις ύπουλές μου
αγιότητες.
Σ' όλους το ίδιο κάνεις.
Γι' αυτό δε βλέπω το γελοίο μου.
Και παύεις.
Τόσο μονάχα
ως που να δω σταματημένα όλα.»
(Μουσικές και τραγούδια, ΙV)
Παλαιϊκές συγκινήσεις
Ψωμιού κομμάτι
κι ένα κορμί
απάνω τους τραβούνε την ντροπή μου,
-αυτή το μόνο μου 'μεινε-
το πιο αληθινό.
Και μάτια, σε στιγμές που ξεμακραίνουν, τεντωμένα.
Με τελετή νεκρώσιμη
δίνουν ζωή στους τοίχους
και μαρτυρούν επίσημα οι σκελετοί του πόνου:
τραπέζι και καρέκλα.
Σαν κρεμασμένες γέρικες ψυχές
θα προστατεύουν οι κουρτίνες
το κλάμα που θα γίνετ' εδώ μέσα,
για κάποιο θάνατο,
για πάντα.
Ανάλλαχτα θα μείνουν όλα
γιατ' είν' ο πόνος τους ατέλειωτος.
Ούτ' ένα τρίξιμο πιο ξυπνητής ζωής δε θα ταράξει
το κλάμα του θανάτου της ψυχής μου.
Θεόδωρος Ντόρρος [Ted Dorros] (1895-1954)
Μήνα Οκτώβριο, μαζί με την αμερικανίδα γυναίκα του. Σ' ένα χωριό, νοτίως του Παρισιού, όπου είχαν αποσυρθεί.
* Τα ποιήματα και οι πληροφορίες είναι από το βιβλίο της Μαρίας Αθανασοπούλου Θεόδωρος Ντόρρος - Στου γλυτωμού το χάζι - Εκδόσεις Γαβριηλίδη, 2005
Links:
- e-dromos.gr, 14/6/2011: Θεόδωρος Ντόρρος, ένας μυστηριώδης υπερρεαλιστής
update
Εstrecho gv, 5/4/2014: Θεόδωρος Ντόρρος ο αγνοημένος
Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2014
90 ~ Γιώργος Φιλιππίδης: Φοβάμαι και τούτο είναι όλο
(αποσπάσματα)
IV
Σαν σε προθάλαμο χειρουργείου,
η φρίκη
βηματίζει νευρικά στον οισοφάγο μου,
τα παιδιά της ανασταίνονται,
που έλεγες, χθες,
είχαν πεθάνει.
Φοβάμαι
και τούτο
είναι όλο.
Χ
Αδέρφια μου,
ακούστε καλά,
μια μέρα θα φτιάξουμε
τον γυάλινο κήπο που ονειρευόμαστε,
μια μέρα από το γυάλινο πηγάδι του
θα αντλήσουμε
ζεστή σοκολάτα
και λουλούδια εντελβάις,
πολύτιμο δώρο
γι' αυτούς που παλεύουνε
για να γίνουν παραμυθένιοι,
ίσως για μια γυναίκα,
ίσως, απλά, για την καύλα τού
παραμυθιού,
ίσως, αλλόκοτα,
γιατί αλλιώς δεν θα
μπορούσαν.
Εκδίκηση,
στ' όνομα καθετί εύθραυστου!
Μόνος θεατής
(απόσπασμα)
Ένα φυλλαράκι
πέφτει φθινοπωριάτικα
και το κινηματογραφώ
με τα μάτια μου
σε ρόλο φλουταρισμένης κάμερας,
και ανοίγει την αυλαία
στο θέατρο του παροξυσμού:
ξεπροβάλλει
ένας ολόκληρος θίασος
που εκτελεί με ονειρική ακρίβεια,
με βελούδινη πολυτέλεια
την παράσταση της ουτοπίας
και το έργο λέγεται
«Η μυρωδιά σου».
Η σκηνή είναι
ένα γιγάντιο απολιθωμένο έντομο
σε στάση προσευχής
που ονομάζεται «Ακρόπολη»,
και κάθε φορά
που ανατριχιάζει
το χνούδι της φωνής σου
τρίζει προσπαθώντας
να ζωντανέψει.
Αυτή την αναρχική στιγμή
εσύ αλλού,
αλλού κι εγώ,
είμαστε λιγάκι πιο κοντά,
είμαστε λιγάκι
ο εαυτός μας.
Μόνος θεατής
είναι η νύχτα
που έχει γείρει
στο κιγκλίδωμα
μιας υπερσύγχρονης κρεμαστής γέφυρας,
πιάνοντας σιγανή κουβεντούλα
με την άκρη του κόσμου,
η μισή γκρεμισμένη,
η άλλη μισή
υπό κατασκευή,
σαν την ανάσα μου
όταν γυρεύω
το καλύτερο κομμάτι της
για να στροβιλίσω
έναν τυφώνα
σε μια ελάχιστη περιοχή
στο λαιμό σου.
Κι αυτό το μεγάλο θέατρο
είναι χτισμένο
πάνω στα σκασμένα,
σεισμογενή χείλη
του πολιτισμού μας,
που τόσους αιώνες
υποκρίνεται μια παθιασμένη
συνουσία,
μα χωρίς πια
να μας τρομάζει,
χωρίς πια να μας τρομάζει.
Γαλάζια μηχανή
(απόσπασμα)
III
Σαν το νερό,
πηγαίνοντας που σχίζει το βαπόρι,
χόρευε η σκόνη
στην πρώτη αχτίδα της Μέρας.
Ήμουν
ολότελα μόνος.
Έπειτα ένιωσα το φως υφασμένο
στους μαύρους κύκλους
κάτω απ' τα μάτια μου,
ένα ψιθύρισμα,
μια φωνή
στραφταλιστή πίσω απ' τις λέξεις:
«Φύγαν οι νύμφες.
Στο νοτισμένο 'ναι πια
κήπο σταγόνες».
Κράταε στο χέρι ψηλά
μια λεπίδα στομωμένη με τον πολτό του ήλιου:
«Είμαι ο άγγελος
ταξιδιών απίθανων,
του νόστου πουλί.
Θε να 'ναι κρυφό
τ' όνομα μου για πάντα,
σβησμένο στο φως».
Άξαφνα τινάχτηκαν οι ψηφιδωτές εικόνες,
ένα σμήνος πυγολαμπίδες,
μια έκρηξη.
Μετά
το δειλινό των αισθήσεων
Γκρίζο
(απόσπασμα)
Όλα ξεκίνησαν μιαν αυγή που γκρίζεψε η θάλασσα και χλόμιασαν τα πεύκα. Χαλάσανε όλα τότε και η γη γέμισε δάκρυα που στάζουν μαζί με τον φόβο, τον φόβο, τον φόβο. Κάτι πέτρες, που πρωτύτερα τις πλάθαμε στις παλάμες μας, γίνανε βράχια. Μερικοί κιόλας, μοναχά που τις βλέπουν, σκέφτονται τώρα πόνο και αξίνα και φτυάρι. Πώς έτσι έγινε και όλα τα πλοία έχουνε άξαφνα μια πατρίδα και σε κανένα δεν μπορείς να βάλεις τα όνειρα σου να τα πάει στ' αστέρια, καθόλου δεν καταλάβαμε και ούτε μας είχε περάσει ποτέ από τον νου πως κάτι τέτοιο μπορούσε να είχε συμβεί.
Νυχτοκόπος
Θέλω να βυθίσω εμέναν,
μακριά στη νορβηγική θάλασσα
θα κοιτάζω τα φιορδ,
στα ρουθούνια μου θα μπαίνει νερό
και σιγά
σιγά θα βυθιστώ με την όμορφη εικόνα των φιορδ
στο μυαλό μου
[....]
Θέλω να παίξω ποδόσφαιρο
μ' αυτή την μπάλα,
όπως τα παιδιά στις όχθες της Γκαμπόν,
στην αμμουδιά
-δύο λεπτά να σκουπίσω το μέτωπο μου απ' τον
ιδρώτα,
κάνει ζέστη σ' αυτή τη θάλασσα-
και να την κλοτσήσω
στον ήλιο
και να γυρίσει,
μήπως και καταλάβει κανείς
πόσο πολύ δεν με νοιάζει
αν καούν όλα
τα δολάρια
και τα μάρκα
και τα γιεν του κόσμου
ή σφαχτούν στην ποδιά μιας καινούριας μέρας
που θ' αγαπά άλλον,
για να γυρίσω κι εγώ να κοιμηθώ
της προκοπής,
στην Αθήνα.
Γιώργος Φιλιππίδης (1977-1997)
Μια μέρα του Ιουλίου, στο σπίτι του, στο Παγκράτι. Με απαγχονισμό και αυτοπυρπόληση ταυτοχρόνως
* Τα ποιήματα, το κείμενο και η φωτογραφία είναι από το βιβλίο Γιώργος Φιλιππίδης, Γαλάζια μηχανή - Εκδόσεις Κατανιώτη, 1999
Links:
- Το Βήμα, 1/2/2012: Επιστροφή στην «καταραμένη» γενιά του '90
- Άτακτος λόγος: Φλεγόμενη γαλάζια μηχανή
Ακόμα:
- ο Γιώργος Φιλιππίδης στο γράμμα σε χαρτί
Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2014
89 ~ Βερόνικα Μίκλε: Τι νιώθω, λοιπόν, δεν ξέρω
Αν της ιτιάς κλαρί χτυπά
τη τζαμαρία τη θαμπή,
μνήμη καλή είναι που αγαπά
πάλι στο σπίτι μου να μπει.
Στης λίμνης το φυρό νερό
αστέρι' αν τρέμουνε πολλά,
είναι τον πόνο τον πικρό
να μου πραΰνουν απαλά.
Κι αν από φράχτη συννεφιά
βγαίν' η σελήνη και κοιτά,
είναι η θεία σου ομορφιά
που με ακλουθεί παντού πιστά.
μετάφραση: Κώστας Ασημακόπουλος
Νέα Εστία τχ. 1619
Η σκέψη μου
Αν μπορούσα θα έδενα τη σκέψη μου
και σε βαριές αλυσίδες θα την άδραχνα
Ίσως τότε, θέλοντας και μη
τελικά θα ηρεμούσε
Επειδή, χωρίς να με ειδοποιεί
πάντα θα ξεστρατίζει
Όταν θα ψάχνω πού θα μπορούσε να πάει
θα την βρίσκω να τρέχει πάλι σ' εσένα
Τι νιώθω λοιπόν, δεν ξέρω
αλλά αν είχα αυτή τη δύναμη,
φτερά στη σκέψη μου θα έβαζα
για να την βοηθούσα στη φυγή της.
απόδοση: Ιωάννα Μοάτσου-Στρατηγοπούλου
Aπό τα γράμματά της στον Εμινέσκου:
20 Αυγούστου 1879
Όταν σε γνώρισα στη Βιέννη oι έξι μήνες που πέρασα στην αυστριακή πρωτεύουσα μου φάνηκαν σαν έξι ημέρες. Θυμάσαι άραγε ακόμη, τότε που σε συνάντησα για πρώτη φορά στης Frau Löwenbach, που ήταν η σπιτονοικοκυρά μου...
μετάφραση: Χριστίνα Π. Λαλιώτου
Νέα Εστία τχ. 1689
* *
September 2, 1879
Όση ώρα σου γράφω, χύνω πικρά δάκρυα. Αυτή η κατάσταση είναι τόσο καινούργια για μένα και τόσο άγνωστη. Αυτό το οδυνηρό συναίσθημα γίνεται ακόμα πιο πικρό καθώς με καταβάλλει όταν η διάθεσή μου είναι ήδη κάπως μελαγχολική. Μη νομίζεις πως είμαι θυμωμένη μαζί σου. Τουναντίον: ο λόγος που συνεχίζω να σου περιγράφω ό,τι έχω μέσα στο μυαλό μου είναι επειδή θέλω να ξέρεις την πραγματική αιτία της αιώνιας υποταγής μου, την αιτία μιας επώδυνης άρνησης.
μετάφραση: Ιωάννα Μοάτσου-Στρατηγοπούλου
Veronica Micle (1850-1889)
Στις 3 Αυγούστου στο χωριό Βάρατεκ της βορειοανατολικής Ρουμανίας, με κατάποση αρσενικού. Πενήντα μέρες μετά το τραγικό τέλος του Εμινέσκου με τον οποίο την έδενε δεκαεπτάχρονη αδιέξοδη σχέση.
φωτογραφία: commons.wikimedia.org
Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2013
88 ~ Ίαν Λέχον: υπάρχει κι άλλος δρόμος
Να καθαρίσουμε πρέπει τη στάχτη από την καμινάδα
Και να αποθέσουμε στον τοίχο τη ξεβαμμένη πολυθρόνα
Κι απέ κάποια χαρτιά να απλώσουμε στο τραπέζι
Κι έπειτα βαθιά κρατώντας την αναπνοή
Που πια στενάχωρη δες ρέει
Και στη σιωπή μας να αποσυρθούμε
Σαν όλους τους κυνηγημένους και φυλακισμένους
Κι απ' όλους πια αποδιωγμένοι -για όσα πια μας ταλανίζουν
Με ανοιχτά τα μάτια, τη καρδιά στη γη μας την απάνθρωπη...
Μη με μεμφθείς εκείνη τη στιγμή πια αδερφέ μου!
Ας σβήσω πια τη λάμπα κι ας τυλιχτώ με την κουβέρτα
Κι ας σιωπήσω!
Κι αν είναι αύριο για παραπέρα υπάρχει κι άλλος δρόμος...
μετάφραση: Σωτήρης Ε. Γυφτάκης
από το βιβλίο Πολωνοί Ποιητές - εκδ. λεξίτυπον, 2007
Όιτσοβ
Κάτι μού φωνάζει αδιάκοπα: "Μάζεψε επιτέλους τη σοδειά σου.
Η φρόνηση θα σε κουμαντάρει τώρα, πιο πολύ απ' τη νιότη σου"
Δεν ακούω αυτή τη φωνή. Με ξαφνιάζει ακόμα πιο πολύ
Που ζω με τη σκέψη ότι δεν έχω καταλάβει τίποτα.
Kαι στο ποδάρι κάθε αλήθειας βλέπω πράγματα σκοτεινά
Και σε κάθε σιγή ακούω τον απόηχο κατακραυγής
Όλα μού φαίνονται αινιγματικά και μεγάλα
Σαν τους λόφους του Όιτσοβ όταν ήμουν μικρός.
απόδοση: Ιωάννα Μοάτσου-Στρατηγοπούλου
Jan Lechoń (1899-1956)
Στις 8 Ιουνίου, στo Mανχάταν, πηδώντας από τον δωδέκατο όροφο του ξενοδοχείου Hudson. Άνθρωπος δραστήριος και με φιλοδοξίες, με σπουδαία πολιτιστική δράση στη χώρα του και στο εξωτερικό, με άσχημη όμως ψυχολογική κατάσταση λόγω υποδούλωσης της πατρίδας του από την Σοβιετική Ένωση, λόγω του πικρού αισθήματος του μετανάστη, λόγω μοναξιάς και λόγω της πίεσης που αισθανόταν προσπαθώντας να συμβιβαστεί με τον ομοφυλοφιλικό προσανατολισμό του, επειδή οι συνθήκες της εποχής τον ανάγκαζαν να τον καταστείλει. Έχοντας ήδη επιχειρήσει κι άλλη φορά να τερματίσει τη ζωή του, τον Μάρτιο του 1921.
φωτογραφία: Antykwariat Atticus
Ετικέτες G-L
Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2013
87 ~ Άνταμ Λίντζι Γκόρντον: το τραγούδι της μάγισσας
έχουν πιο γλυκό άρωμα
παρά όταν, ανέγγιχτα από την θανατερή υγρασία,
λάμπουν στην πρώιμη άνθηση.
Λένε πως οι καταδικασμένοι να πεθάνουν
έχουν κατεβάσει το πειραγμένο γλυκό κρασί
με πιο μεγάλη απόλαυση απ' τον
απείραχτο χυμό του αμπελιού.
Λένε πως στο τραγούδι της μάγισσας
όσο άξεστο και πρωτόγονο αν είναι
δένει αρμονικά ένας άγριος, μυστήριος ήχος
της πιο αλλόκοτης μελωδίας.
Και πιστεύω πως η φωνή του σατανά
μπαίνει πιο βαθιά στ' αυτιά μας
από κάθε ουρανόσταλτο ψίθυρο
όσο γλυκόηχος και κατανοητός αν είναι.
μετάφραση: Ιωάννα Μοάτσου-Στρατηγοπούλου
Adam Lindsay Gordon (1833–1870)
Στις 24 Ιουνίου, σε μία θαμνώδη περιοχή κοντά στην παραλία του προαστίου Μπράιτον της Μελβούρνης, με αυτοπυροβολισμό στο κεφάλι. Έχοντας ήδη τραυμαστισθεί σοβαρά λόγω πτώσης από άλογο, νιώθοντας δυστυχής μετά τον θάνατο του μοναδικού παιδιού του, και αντιμετωπίζοντας σοβαρά οικονομικά προβλήματα όταν η κτηνοτροφική επιχείρησή του απέτυχε, προβλήματα που επιδεινώθηκαν όταν, επίσης, απέτυχε στην διεκδίκηση οικογενειακής ακίνητης περιουσίας στην Σκωτία.
φωτογραφία: brightoncemetery.com
Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2013
86 ~ Ρίτσαρντ Μπρότιγκαν: μέσα από την κοιλάδα της μαύρης απελπισίας
Στη θλίψη της νύχτας
μέσα απ' την κοιλάδα της μαύρης απελπισίας
απέναντι από την μαύρη θάλασσα της φαυλότητας
όπου ο αέρας είναι η κραυγή των δεινών
έρχεται ένα λαμπερό φως σωτηρίας -
το φως της αιώνιας ειρήνης.
Ποίημα αγάπης
Είναι τόσο όμορφα
να ξυπνάς το πρωί
ολομόναχος
και να μην πρέπει να πεις σε κάποιον
πως τον αγαπάς
όταν δεν τον αγαπάς
πια.
Ας ταξιδέψουμε μέσα στο νέο αμερικάνικο σπίτι
Είναι πόρτες
που θέλουν να ξεσκαλώσουν
απ' τους μεντεσέδες τους
για να πετάξουν
με υπέροχα σύννεφα.
Είναι παράθυρα που θέλουν
ν' απαλλαγούν από τις
κάσες τους για να τρέξουν με
τα ελάφια σε λειβάδια μακρινά.
Είναι τοίχοι που θέλουν
να στήσουν καρτέρι
με τα βουνά
μέσα στο πρώτο σύθαμπο.
Είναι πατώματα
που θέλουν ν' αλλάξουν
την επίπλωσή τους σε
λουλούδια και δέντρα.
Είναι στέγες
που θέλουν να ταξιδέψουν
αέρινα με τ' αστέρια
μέσα σε σκοτεινές σφαίρες.
Ζω στον Εικοστό Αιώνα
Ζω στον Εικοστό Αιώνα
και είσαι ξαπλωμένη εδώ πλάι μου.
Ήσουν δυστυχισμένη όταν έπεφτες να κοιμηθείς.
Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα γι αυτό.
Ένιωθα απελπισμένος. Το πρόσωπό σου
είναι τόσο όμορφο που δεν μπορώ να σταματήσω
να το περιγράφω, και δεν μπορώ να κάνω τίποτα
για να είσαι ευτυχισμένη όσο
κοιμάσαι.
Mόνο και μόνο
Επειδή
ο κόσμος αγαπά το μυαλό σου,
δεν θα πει ότι
μπορεί να έχει και
το κορμί σου
*
Το καπέλο του Κάφκα
Με τη βροχή να πέφτει
χειρουργικά πάνω στη στέγη
έφαγα μια μερίδα παγωτό
που έμοιαζε με το καπέλο του Κάφκα
*
Χαϊκού ασθενοφόρο
Ένα κομμάτι πράσινης πιπεριάς
έπεσε
από την ξύλινη σαλατιέρα.
Και λοιπόν;
*
Πληζ
Με σκέφτεσαι
τόσο συχνά
όσο σε σκέφτομαι
εγώ;
Ρωμαίος και Ιουλιέτα
Αν πεθάνεις για μένα,
θα πεθάνω για σένα
και τα μνήματά μας θα είναι
σαν δυο εραστές που πλένουν
μαζί τα ρούχα τους
σ' ένα Πλυντήριο.
Αν φέρεις το σαπούνι
θα φέρω το λευκαντικό.
*
μετάφραση: Ιωάννα Μοάτσου-Στρατηγοπούλου
Richard Gary Brautigan (1935-1984)
Στις 14 Σεπτεμβρίου, στο σπίτι του, στην κοινότητα Μπολίνας της Καλιφόρνιας, με αυτοπυροβολισμό στο κεφάλι. Αιχμάλωτος του αλκοόλ επί πολλά χρόνια, με χρόνια μελαγχολία και με συχνές αναφορές στην αυτοκτονία κατά τα δέκα τελευταία έτη της ζωής του.
φωτογραφία: pasunautre.com
Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2013
85 ~ ντ. α. λέβι: κιτρινισμένες σελίδες
Φιλιά
που προσπαθήσαμε να σώσουμε
πατημένα σε βιβλία
σαν λουλούδια από
μια ζεστή ηλιόλουστη μέρα
μόνο και μόνο
για ν' ανοίξουμε μετά από χρόνια
τις κιτρινισμένες σελίδες
και να βρούμε εκείνα τα ίδια
φιλιά - μαραμένα και στεγνά
Ίμερος
Έφυγε μ' έναν ψίθυρο
χωρίς ν' αφήσει ίχνη
Ακόμα θυμάμαι
ένα τελευταίο πεινασμένο φιλί
το χρυσαφένιο πρόσωπό της
μετάφραση: Ιωάννα Μοάτσου-Στρατηγοπούλου
*
d.a. levy [Darryl Alfred (Allan) Levy] (1942-1968)
Στις 24 Νοεμβρίου, στο διαμέρισμά του, στο Ανατολικό Κλίβελαντ, με αυτοπυροβολισμό στο μέτωπο ("τρίτο μάτι"), καθισμένος σε στάση λωτού. Έχοντας κι άλλη φορά αποφασίσει να τερματίσει τη ζωή του, όταν είχε αποχωρήσει από το Ναυτικό λόγω μανιοκατάθλιψης. Κάτι που δεν πραγματοποίησε τότε, επειδή "την τελευταία στιγμή άλλαξε γνώμη και άρχισε να διαβάζει τα πάντα και να γράφει ποιήματα".
φωτογραφία: clevelandmagazine.com
video:
d.a. levy Reading His Poetry
Δευτέρα 15 Ιουλίου 2013
84 ~ Άρθουρ Αντάμοβ: Το μόνο που ξέρω για τον εαυτό μου είναι πως υποφέρω
*
Η παθητική απόλαυση, καθόλου απόλαυση δεν είναι.
- από το Ping Pong (1955)
Τα πράγματα πάντα συμβαίνουν το ένα μετά το άλλο.
- από το θεατρικό έργο Professor Taranne (1953)
Το μόνο που χρειάζεται να ξέρεις είναι πως να χειρίζεσαι τη νεύρωσή σου.
*
Τι είναι εκεί; Ξέρω ότι πρώτα απ' όλα είμαι εγώ. Αλλά ποιος είμαι εγώ; Το μόνο που ξέρω για τον εαυτό μου είναι πως βασανίζομαι. Κι αν βασανίζομαι είναι επειδή στη ρίζα μου υπάρχει σακάτεμα, αποκοπή. Είμαι αποκομμένος. Από τι έχω αποκοπεί - δεν μπορώ να το ορίσω. Αλλά είμαι αποκομμένος.
Arthur Adamov (1908–1970)
Στις 15 Μαρτίου, στο Παρίσι, με υπερβολική δόση βαρβιτουρικών (υπάρχει και μικρή συζήτηση γύρω από το ενδεχόμενο η λήψη των βαρβιτουρικών να μην έγινε λόγω προσχεδιασμένης ή παρορμητικής αυτοκτονίας)
φωτογραφία: archivesdefrance.culture.gouv.fr
Link:
- Ποιείν: Arthur Adamov – Άρθουρ Αντάμοβ (1908-1970)
Δευτέρα 10 Ιουνίου 2013
83 ~ Ρόμπερτ Ε. Χάουαρντ: όλα είναι στο παιχνίδι, θαρρώ
«...Εδώ έφτασε ο Κόναν ο Κιμμέριος, μαυρομάλλης, με σκοτεινά μάτια, με το γυμνό ξίφος στο χέρι, ένας κλέφτης, ένας λεηλάτης, ένας φονιάς, με απέραντες μελαγχολίες και απέραντα κέφια, για να συντρίψει τους θρόνους που κοσμούσαν τη Γη, κάτω από τα σανδαλοφορεμένα πόδια του...»
μετάφραση: Ελένη Δράκου, Άννα θεοφίλη
εκδ. Κατάρτι
Κόναν ο κατακτητής
Ο Κόναν αλυσοδεμένος... Το ξύπνημα του Κόναν ήταν ξαφνικό και καθαρό σαν κρύσταλλο. Είχε πλήρη επίγνωση της μάχης στα βουνά και ήξερε καλά πού βρισκόταν. Ήταν ξαπλωμένος σ' ένα βελούδινο καναπέ και τα άκρα του βάραιναν από αλυσίδες που ούτε αυτός δεν μπορούσε να σπάσει. Η μορφή, καθισμένη μπροστά του σε μια ασημένια καρέκλα που έμοιαζε με θρόνο, έμοιαζε φανταστική, κι έδειχνε γνώσεις και δυνάμεις πέρα απ' το ανθρώπινο...
"Τι διάολο μου έκανες;", ρώτησε ο Κόναν...
"Έστειλα μακριά τη συνείδησή σου", απάντησε ο Ξαλτότουν.
"Τον τρόπο δεν θα μπορούσες να τον καταλάβεις... Πές το μαύρη μαγεία αν θέλεις..."
Ο Κόναν αισθάνθηκε μια ανατριχίλα, σ' όλο το μήκος της σπονδυλικής του στήλης...
μετάφραση: Μίνα Χειμωνά
εκδ. Printa
Οι θεοί της Μπαλ-Σάγκοθ και άλλες ιστορίες της μυθολογίας Κθούλου
τμ. 2ος
«Μα δεν είναι αυτούς που φοβάμαι, αλλά τον Γκόθαν, που αυτή τη στιγμή είτε σέρνεται σαν σιχαμερό φίδι μες στις μαύρες σήραγγες, είτε σχεδιάζει αποτρόπαιες πράξεις σε κάποια απ' τις μυστικές του αίθουσες. Στις σπηλιές, βαθιά στους λόφους όπου οδηγούν οι σήραγγες, εξασκεί τρομαχτική και ανίερη μαγεία. Για πειραματόζωα χρησιμοποιεί ζώα - ερπετά, αράχνες, μεγάλους πιθήκους - ερυθρόδερμους αιχμαλώτους μα και ανθρώπους της ίδιας του της φυλής. Βαθιά στα φρικιαστικά σπήλαια φτιάχνει κτήνη από ανθρώπους και ανθρωποειδή από κτήνη, αναμειγνύοντας το κτηνώδες και το ανθρώπινο σε μια τρομαχτική δημιουργία. Κανείς δεν τολμά να μαντέψει τις τερατωδίες που έχουν γεννηθεί στο σκοτάδι [....]. Γιατί, δεν είναι σαν τους άλλους ανθρώπους κι έχει ανακαλύψει το μυστικό της αιωνιότητας. Μέχρι που έφερε στη ζωή ένα πλάσμα που ακόμη κι αυτός φοβάται - το τερατώδες, θανατηφόρο, ακατονόμαστο Πράγμα που κρατά αλυσοδεμένο στο μακρινότερο σπήλαιο, όπου άλλο ανθρώπινο πόδι δεν έχει πατήσει εκτός απ' το δικό του. Θα το ελευθέρωνε για να το χρησιμοποιήσει εναντίον μου, αν τολμούσε. . .».
μετάφραση: Αργυρώ Πάτσου
εκδ. Άγνωστη Κάνταθ
Η Βασίλισσα της Μαύρης Ακτής και άλλα διηγήματα
"Μάθε, ω Πρίγκιπα, πως μεταξύ των χρόνων, κατά τους οποίους οι ωκεανοί κατάπιαν την Ατλαντίδα, και των χρόνων της ακμής των γιων των Αρείων υπήρξε μια εποχή που κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί... Τότε εμφανίστηκε και ο Κόναν ο Κιμμέριος, μαυρομάλλης, σκυθρωπός, με το σπαθί στο χέρι, ένας κλέφτης, ένας άρπαγας, ένας φονιάς, με ατέλειωτες μελαγχολίες και ατέλειωτες ευθυμίες, για να πατήσει τους διαμαντοστόλιστους θρόνους της Γης με το σανδαλωμένο του πόδι"...
μετάφραση: Θωμάς Π. Μαστακούρης
εκδ. Αίολος
* Δεν θέλω να ζω και να 'μαι γέρος. Θέλω να πεθάνω σαν έρθει η ώρα μου, γρήγορα και ξαφνικά, όντας στο απόγειο της ρώμης και της υγείας μου.
* Όπως και στο μέσο άνθρωπο, η ιστορία της ζωής μου θα ήταν απλώς μια βαρετή αφήγηση μονοτονίας και μόχθου, μια βασανιστική πάλη με τη φτώχεια... Τη ζωή δεν αξίζει να την ζεις αν κάποιος πιστεύει πως έχει εξουσία πάνω σου... Είμαι απλώς κάποιος από έναν τεράστιο στρατό, όπου όλοι σπεύδουν στη γραμμή με τον έναν ή τον άλλο τρόπο για να γεμίσουν τις κοιλιές τους... Κάθε τόσο και λιγάκι ένας από εμάς βρίσκει τις συνθήκες πάρα πολύ σκληρές και τινάζει τα μυαλά του στον αέρα, αλλά όλα είναι στο παιχνίδι, θαρρώ.
* Στρώθηκα και σκέφτηκα. Οι σκέψεις μου τρέχουν, να ζω και να εξακολουθώ να είμαι μια αποτυχία, να ζω μηχανικά και τελικά να φύγω, μια αποτυχία μέσα στις αποτυχίες Ή;
Robert Ervin Howard (1906-1936)
Στις 11 Ιουνίου, στο Cross Plains του Τέξας, μετά από αυτοπυροβολισμό στο κεφάλι που επιχείρησε την προηγούμενη μέρα, μέσα στην Σεβρολέτ του. Aμέσως μετά που τον βεβαίωσαν ότι η πάσχουσα από φυματίωση μητέρα του έπεσε σε οριστικό κώμα. Με έντονα συναισθήματα δυσπροσαρμοστικότητας στο κοινωνικό περιβάλλον, και έχοντας χάσει την εμπιστοσύνη του στον κόσμο που πλέον τον αισθανόταν εχθρικό απέναντί του. Παραιτημένος από την επιθυμία για ζωή, και με επανερχόμενες σκέψεις αυτοκτονίας, που όμως δεν πραγματοποιούσε επειδή ένιωθε χρέος του να στηρίζει την άρρωστη μητέρα του.
φωτογραφία: conan.com
Links:
- The Official REH Forum: Φωτογραφικό αρχείο του Robert E. Howard
Παρασκευή 10 Μαΐου 2013
82 ~ Αλεξάντερ Βατ: Χαίρε σύννεφο!
Φωτιά αστεριών ή φωτιά των οστών
Μας: Κοινή φωτιά.
Ψηλά πάνε οι καπνοί
Προσπέρασε ένας γλάρος.
Χαίρε γυναίκα!
Χαίρε πτηνό!
Χαίρε σύννεφο!
μετάφραση: Σωτήρης Ε. Γυφτάκης
Aleksander Wat (1900-1967)
Στις 29 Ιουλίου, στο Antony του Παρισιού, με ισχυρή δόση αναλγητικών φαρμάκων.
φωτογραφία: gu.us.edu.pl
* Το ποίημα είναι από το βιβλίο του Σωτήρη Ε. Γυφτάκη Πολωνοί Ποιητές - Εκδόσεις λεξίτυπον, 2007
Σάββατο 13 Απριλίου 2013
81 ~ Ιλαρίε Βορόνκα: Εκεί στη Νήσο Φάντασμα θα 'ρθώ με όργανα μουσικής και πλήρης ημερών.
Κοντά στα δάκρυά σας, αδυσώπητοι άνθρωποι,
κοντά στους αετούς σας, που εποφθαλμιούν πνεύμονες
και σε βουνά συγκλίνοντα, ανάμεσα, ο ίσκιος μου
την πεινασμένη πάλη να προσέχει.
Κι' αν ως τα σωθικά μου μ' ερευνήσετε,
όπως ένα βιολί για να βγει ο ήχος του
ή για ξερίζωμα ειδώλου έναν καθρέφτη,
ποτέ σας τ' όραμα που κρύβω δε θα δείτε.
Απ' το πρωί που ανοίγει μια αρτηρία
μέσ' στην ομίχλη που εισχωρεί στα εργαστήρια,
στη σάρκα μου η ψυχή, σφιχτά πιασμένη,
βουβαίνει, γδέρνεται και σπαρταρά για να γλυτώσει.
Και σεις που τρώγεστε και τρώτε και το χιόνι
σαν τα σκυλιά ελκήθρων μέσ' στη θύελλα,
δήμιοι και αδερφοί μου, είμαι μαζί σας,
χωρίς να ξέρω τι μου χώνετε στην πλάτη.
μετάφραση: Κώστας Ασημακόπουλος
Ο λαός μου φάντασμα
Ανάμεσα σε θάλασσα καϊ γη, λιθάρια κι' ουρανό.
Με το ξερό ψωμί του δρόμου. Με το σκουριάρικο κρασί του δάσου.
Το έργο μου τελειωμένο. Τα εργαλεία μου
όργανα πια για μουσική.
Και τ' αντικείμενα τη φλογισμένη μνήμη διαπερνώντας
σε λόγια μεταβάλλονται.
Στην εσχατιά της γης, έδω, το τελευταίο χνάρι ανθρώπων.
Συνάντηση. Ο άνεμος χτυπάει μέσα στους αφρούς σπαθιά νερών.
Κόβουν πουλιά την μοναξιά γεωμετρικά.
Και της ζωής τα πρόσωπα αντιδείχνονται.
Ο ήλιος δύει στο αλατισμένο βλέφαρό μου.
Σε φύκια αγνάντια και παρέες των ψαριών,
το πρόοωπό μου ραγισμένο από αγέρα,
τα χείλια μου σφιχτά, αυγή και δειλινό σαν ένας ήχος.
Κυνήγι δίχως δίχτυα, δίχως όπλα.
Ένα με τα βράχια. Προς το Νοτιά
αφρών αετοί. Μόνος με τελειωμένο το έργο μου,
ανάμεσα σε γη και δάκρυα.
Της ψαρικής τα σύνεργα γίνηκαν άρπες, τα τουφέκια μου αυλοί.
Μα η καρδιά αιώνια βάρκα του Οδυοσέα
που στ' όνειρό του τι νησιά περνάει•
σε οίστρους καινούργιων αρχιπελάγων τ' αγγίζει,
από ένα λόγο, ένα γέλιο, χτίζεται μία πόλη.
Σ' αυτή την εσχατιά της γης θα περιμένω
περάσματα νησιών, παράξενα πτηνά που λάμνουν μέσα στα σχοινιά.
θα σε γνωρίσω φάντασμα κάτω απ' τα καραβόπανα
ηπείρων ταξιδιάρικων. Εκεί κοντά στον άξενο λαό με τη νεκρή πατρίδα
είναι η θέση μου. Εκεί στη Νήσο Φάντασμα
θα 'ρθώ με όργανα μουσικής και πλήρης ημερών.
Καιρός της εξορίας; Όχι. Φυγή μέσ' απ' τους παγετώνες του ύπνου; Όχι.
Το σκουλήκι του άλγους στραγγαλισμένο μέσ' το μήλο της πληγής.
Μα ως τότε, δίχως δάκρια, δίχως εργαλεία,
στα ράχτα εκείνα, στην πιο ακρινή παρυφή ηπείρου,
ανάμεσα σε άγρια βράχια κι' ανταριασμένα κύματα
που ανεβάζουν το άσπρο γάλα των αφρών
μέχρι την πείνα μου τη μάνητα του αγέρα.
Εκεί. Μακριά από τον ανελέητο άνθρωπο. Μακριά
απ' όσους διανέμουνε τη γη. Δίχως φυγή και δίχως γυρισμό.
Η φωνή λησμονημένη μέσα μου σαν έναέ γράμμα μέσα σε βιβλίο.
θα περιμένω το Λαό μου Φάντασμα, το Νησί μου Φάντασμα.
μετάφραση: Κώστας Ασημακόπουλος
Κούνια από χιόνι
Χειμώνα, αόρατε αδερφέ,
όταν τα όρνια μαρτυρούν στον κυνηγό τον δρόμο γι' αύριο
κι άσπρα μπουκέτα στα κλαριά συνάζουν δάκρυ,
στη ρόδα θα ριχτώ κ' εγώ στο νικηφόρο άρμα σου.
Βλέφαρα, βλέφαρα από στάχτη
στων παλατιών τις πολυθρόνες.
Η νύχτα μάς ραντίζει τις παριές με τα ποτήρια του ύπνου
και το πρωί δε μας αναγνωρίζουν οι καθρέφτες μας.
Σκιρτά το αίμα μας ίδια με περιστέρια ταχυδρόμους.
Μας τύλιξαν απρόσμενα κάτασπροι δρόμοι.
Κ' οι ακακίες σε μια επίσκεψη — ανάμνηση — αναφέρουν
ότι τα μύρα είναι ανθών φαντάσματα
κι ότι μια μουσική στη νύχτα μέσα παιανίζει.
Ψοφίμια οι μέρες, πεταμένα στων πόλεων τις μάντρες•
τα εργαλεία μουχλιάζουν μες σε φύλλα
μαζί με κάθε λέξη μας.
μετάφραση: Κώστας Ασημακόπουλος
Προφίλ κομμένο μέσα σ' ένα δάκρυ
Στο κρατημένο πικρό γυάλινο κιάλι σου
Και ως ταχυδρομικές σφραγίδες σε θωρούν τα παράθυρα, οι πόρτες
Άιντε πες: δωμάτιο ξενοδοχείου και ξεχασμένα δέντρα
Σου τεντώνουν το λαιμό σαν κυνηγόσκυλα
Ακόμη δέκα βήματα ο αγέρας με αρπάζει απ' το μπράτσο
γέλιο αμφίκοιλο
Και το άσμα ως ασφαλιστήριο συμβόλαιο
Κάτω απ' τα κουπιά τ' αστέρια πέφτουν κλειδιά μες στο μελάνι
Η λίμνη
Το μυαλό ταλαντεύεται ως διαμέρισμα υπερωκεανείου
Αν ήξερες, αν ήξερες για το φιλί που έγινε μνήμη
Μαλλί κομμένο σαν κουβέντα
Στα σκαλοπάτια μια σκέψη
Μια κουβέντα ευωδιαστή
Τούνελ στο αλκοόλ οι θόρυβοι
Όπως οι δρόμοι που κλείνουν σαν βιτρίνες στις εφτά το βράδυ.
Της γραμματικής τα ρίγη ταξιδεύουν ως το στήθος
Σαν την καρδιά το μέτωπο και τα μάτια σου σταθμοί
Μια αμφιβολία ανεβαίνει σαν την λύπη στο κρασί
Ως ένεση
Ο αγέρας την κρυστάλλινη περικεφαλαία κόβει.
απόδοση από τα ρουμανικά: Δημήτρης Κανελλόπουλος
Ο χορός των κοραλλιών
πάνω στα ματοτσίνορα ρουμπίνια ο ύπνος απλώνει
σα να εκρήγνυται μεμιάς η φλόγα στο γυαλί
γαλάζιο ψάρι έγκλειστο σε υδρία πάνω στην ακτή,
από την σκιερή βλάστηση υψώνεται ο χυμός του αίματος,
των δασών η αξίνα, στους καταρράκτες του ουράνιου τόξου
από τα παράθυρα των θαλασσών τα εντόσθια του εδάφους δείχνουν'
ψάρια με τα πτερύγια στου σκοταδιού την κόψη
σαν το κουβάρι το στόμα μέσω των ινών του ύδατος
των ερπετών φυτά ταλαντεύονται στην έρημο των καιρών,
κάποιες φορές ανοίγει ο ασημένιος χορός των κοραλλιών,
και φραγκοστάφυλα στις άκριες μαργαριτάρια, γλόμποι αιμάτινοι,
το τόξο των σκυλόψαρων σκαρφαλώνει στα υδάτινα βιολοντσέλα
απ' το φθινόπωρο των σκοταδιών ο χρυσός των ψαριών στα φύλλα τι βόστρυχοι, οι μέδουσες που γέρνουν
σαν του τσαγιού χαρτοπετσέτες στη βελούδινη άκρη των ψαριών τορπίλες,
ένα ρεύμα ως άρωμα χτυπά τις φάλαγγες,
στα λασπωμένα χείλη των στρειφιών ο ασπασμός,
υπάρξεις βυθισμένες στων υδάτων τα μαλλιά,
σφουγγάρια που δαγκώνουν τις μετακινούμενες σκιές των βυθών,
στρατιές οι φάλαινες και οι σερπαντίνες των φυκιών, πλησιάζουν ψάρια φωσφορίζοντα ως λαμπερές αφίσες.
απόδοση από τα ρουμανικά: Δημήτρης Κανελλόπουλος
Ελαστικόν
Πάρκο τρύπιο σαν δαχτυλίδι' σούρουπο
Το μειδίαμα που φέρεις αν πάνω σ' ένα άλπενστοκ
Κραυγές που σκαρφαλώνουν στον ουρανό, όπως το νερό μες στους σωλήνες
Ο άνεμος κάνει υποκλίσεις ως τις τρεις- δέκα και εφτά, οι κουβέντες βγαίνουν σαν φαντάροι απ' τις σκοπιές
Συλλέγοντας φύλλα αυτόγραφα, άρωμα
Χαμένος δρόμος μέσα στο χλώριο και στον ασβέστη
Το υπόγειο ρουμπινέ κλαμένο άνοιξε σαν σαμοβάρι
Σπίτια στοιβαγμένα σα μικρά λουτρά μέσα στο άλμπουμ
Βυζαντινό ζωνάρι μέσα στις σκιές χειροκροτώντας
Τηλεφωνώντας, τηλεφωνώντας το κοίλο νεύμα
Αγαπημένη, δίεση εσωτερικού εδάφους, αμπαζούρ πάνω στον τσίγκο του μυαλού
Σα μάτια τρεμοπαίζουν δυο λάμπες του γκαζιού,
Το γυαλί με τα γρανάζια σαν του ρολογιού ροδέλα
Αποστειρωμένη πόλη πίσω απ' τ' όνειρο του ιωδίου
Όνειρο καδραρισμένο μέσω ιματιοφυλακίου κάθε ακακία, γκαρνταρόμπα
Αποκρυσταλλωμένος ύμνος ακούγεται μέσα απ' τον ασβέστη
Ο ουρανός ισορροπεί πάνω απ' τη μεταλλική λίμνη.
απόδοση από τα ρουμανικά: Δημήτρης Κανελλόπουλος
Ilarie Voronca [Eduard Marcus] (1903–1946)
φωτογραφία: ro.wikipedia.org
* Τα ποιήματα σε μετάφραση Κώστα Ασημακόπουλου είναι από την Ανθολογία Ρουμάνων Ποιητών - Εκδόσεις Αρίων, 1974
* Τα ποιήματα σε απόδοση Δημήτρη Κανελλόπουλου είναι από το Οροπέδιο, τχ. 4 - Χειμώνας 2007-2008
Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2013
80 ~ Ουρμούζ: ...και χάθηκε στο σκοτάδι
Urmuz [Demetru Dem. Demetrescu-Buzău] (1883–1923)
Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2012
79 ~ Μαρία Μερσέδες Καρράνθα: Ακούστε με προσεκτικά, φωνάζω: Φοβάμαι.
Κοιτάξτε με: μέσα μου ο φόβος κατοικεί.
Πίσω από αυτά τα γαλήνια μάτια, σε αυτό το σώμα που αγαπά: ο φόβος.
Ο φόβος την αυγή καθώς αναπόφευκτα ο ήλιος θα ανέβει και αναγκαστικά πρέπει να τον δω, όταν σουρουπώνει, γιατί μπορεί να μην ανατείλει αύριο.
Προσέχω τους μυστήριους θορύβους αυτού του σπιτιού που γκρεμίζεται,
και τα φαντάσματα, σκιές που με περιβάλλουν και φοβάμαι.
Πιο σίγουρη είμαι στον ύπνο μου με το φως αναμμένο
παίρνω στα χέρια μου λόγχες, ασπίδες, παραισθήσεις.
Όμως αρκεί μόνο ένας λεκές στο τραπεζομάντιλο
για να με κατακλύσει πάλι ο τρόμος.
Τίποτα δεν με ηρεμεί, τίποτα δε με γαληνεύει:
ούτε αυτή η άχρηστη λέξη, ούτε αυτό το πάθος του έρωτα,
ούτε ο καθρέφτης όπου βλέπω ήδη το νεκρό πρόσωπο μου.
Ακούστε με προσεκτικά, φωνάζω: Φοβάμαι.
Καβαφικό
Η επιθυμία εμφανίζεται απ' το πουθενά,
Απ' οπουδήποτε, με την όποια ευκαιρία.
Στην κουζίνα, περπατώντας στο δρόμο.
Αρκεί ένα βλέμμα, μια χειρονομία, μια επαφή
ωστόσο δύο σώματα
έχουν κι αυτά το γιόμα τους
τη ρουτίνα του έρωτά τους και τα όνειρά τους
τις οικείες χειρονομίες μέχρι την τελική πτώση.
Τα χαμόγελα σβήνουν, παραμορφώνονται,
στα χείλια έρχονται στάχτες
και φίλος η καταφρόνια.
Τα σώματα έχουν το θάνατό τους
το ένα προς το άλλο.
Αρκεί η σιωπή.
Πληγή
Θα σας καταδιώκω στους αιώνες των αιώνων.
Δεν θα αφήσω πέτρα που να μη κουνήσω
κι ούτε τα μάτια μου στον ορίζοντα χωρίς να ας κοιτούν.
Οπουδήποτε μιλάει η φωνή μου
θα φτάνει χωρίς συγχώρεση στ' αφτιά σας
και τα βήματα μου θα 'ναι πάντοτε
μες στον λαβύρινθο που χτίσαν τα δικά σας.
Εκατομμύρια αυγές και δειλινά θα περάσουν
νεκρούς θα αναστήσουν και θα γυρίσουν να πεθάνουν
και θα 'στε εκεί:
Σκόνη, σελήνη, τίποτε, πρέπει να σας συναντήσω.
Η πατρίδα
Αυτό το σπίτι με τους ογκώδεις αποικιακούς τοίχους
και ένα αίθριο του 19ου αιώνα με αζαλέες
έχει θρυμματιστεί εδώ και αρκετούς αιώνες.
Σαν τίποτα να μη συμβαίνει κόσμος πάει κι έρχεται
από το ένα γκρεμισμένο δωμάτιο στο άλλο,
κάνει έρωτα, χορεύει, γράφει γράμματα.
Σφαίρες σφυρίζουν συχνά ή μήπως είναι ο αέρας
που σφυρίζει μέσα απ' την τρύπα της κατεστραμμένης οροφής.
Σ' αυτό το σπίτι οι ζωντανοί κοιμούνται με τους πεθαμένους
αντιγράφουν τις συνήθειες τους, μιμούνται τους μορφασμούς τους,
κι όταν τραγουδούν, υμνούν τις αποτυχίες τους.
Τα πάντα είναι ερείπια σ' αυτό το σπίτι
οι αγκαλιές και η μουσική γκρεμίζονται,
το πεπρωμένο, κάθε πρωί, το γέλιο είναι ερείπια,
τα δάκρυα, η σιωπή, τα όνειρα.
Τα παραθύρια θυμίζουνε κατεστραμμένα τοπία
σάρκα και στάχτη ανακατεύονται στα πρόσωπα
στα στόματα οι λέξεις αναμιγνύονται με το φόβο.
Σ' αυτό το σπίτι είμαστε όλοι θαμμένοι ζωντανοί.
η μετάφραση όλων των ποιημάτων είναι του Γιάννη Καρατζόγλου
Στις 11 Ιουλίου, στο σπίτι της, στη Μπογκοτά, με υπερβολική δόση αντικαταθλιπτικών χαπιών. Ακολουθώντας τον χωρίς γυρισμό δρόμο του Χοσέ Ασουνθιόν Σίλβα, με την ποίηση του οποίου είχε προσωπική σχέση. Έχοντας, επί έτη, συσσωρεύσει προσωπικούς φόβους και αγωνίες, καθώς και πίκρες και απογοητεύσεις ως ενεργή πολίτις της χώρας της, και νιώθοντας ότι δεν μπορούσε να αντέξει τόση αδικία και τρέλλα: η απαγωγή του αδελφού της, η δολοφονία στενών της φίλων, οι ένοπλες συγκρούσεις, η διαφθορά, η εγκληματική δράση των καρτέλ ναρκωτικών και των παραστρατιωτικών οργανώσεων, η ατελείωτη βία. Με σοβαρή κατάθλιψη, όπως δήλωσε στους δημοσιογράφους η κόρη της Melibea Garavito, γνωστή γλύπτρια της Κολομβίας.
(φωτογραφία: casadepoesiasilva.com)
- Τα ποιήματα είναι από το Εντευκτήριο, τχ.88
Ιανουάριος 2010
Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2012
78 ~ Αντόνια Πότσι: όταν συμβεί δίχως επιστροφή να πρέπει να φύγω
Να μην έχεις ένα Θεό
να μην έχεις ένα μνήμα
να μην έχεις τίποτα ακλόνητο
παρά μονάχα πράγματα ζωντανά που δραπετεύουν-
να υπάρχεις δίχως χθες
να υπάρχεις δίχως αύριο
και να τυλφώνεσαι μέσα στο τίποτα-
-βοήθεια-
για τη δυστυχία
που δεν έχει τέλος.
μετάφραση: Άννα Γρίβα
Λειμώνες
Ίσως να μην είναι καθόλου αλήθεια
εκείνο που κάποιες φορές νιώθεις να ουρλιάξει στην καρδιά σου:
ότι αυτή η ζωή είναι,
μέσα στην ύπαρξήσου,
ένα τίποτα
και ότι εκείνο το φως που καλούσες
είναι μια, η έσχατη πλάνη
των άρρωστων ματιών σου-
και ότι εκείνο το όριο που προσποιούσουν
είναι ένα όνειρο,
ένα τιποτένιο όνειρο
της αδυναμίας σου.
Ίσως η ζωή είναι στ' αλήθεια
εκείνη που ανακάλυψες στα νιάτα σου:
ένα αιώνιο φύσημα που γυρεύει
για ουρανό στον ουρανό
ποιος ξέρει πόσο ψηλά.
Όμως εμείς είμαστε όπως το χορτάρι των λιβαδιών
που ακούει πάνω του να περνά ο άνεμος
και ολόκληρο τραγουδά στον άνεμο
και πάντα ζει στον άνεμο,
αλλά δεν ξέρει ότι έτσι βλασταίνει
ώστε να σταματήσει αυτό το ανοδικό πέταγμα ΄
ούτε ότι αναπηδά πάνω από τη γη
για να βυθιστεί μέσα της.
μετάφραση: Άννα Γρίβα
Αντανακλάσεις
Λέξεις- γυαλιά
που αβέβαια
αντανακλούσαν τον ουρανό μου
σας συλλογίστηκα
μετά τη δύση
σε ένα σκοτεινό δρόμο
όταν έσπασε πάνω στις πέτρες
το γυαλί του παραθύρου
και τα συντρίμμια μέχρι μακριά
μοίρασαν φως στη γη-
μετάφραση: Άννα Γρίβα
Ο θάνατος μιας εποχής
Έβρεχε όλη τη νύχτα
πάνω στις αναμνήσεις του καλοκαιριού.
Βγήκαμε στο σκοτάδι
μέσα στις πέτρινες βροντές
και σταματήσαμε φανάρια κρατώντας
στην όχτη του ποταμού για να ερευνήσουμε
αν κινδύνευαν οι γέφυρες.
Κατά την αυγή είδαμε τα χελιδόνια στα σύρματα
μουσκεμένα κι' ακίνητα, καθώς
αφουγκράζονταν προσταγές μυστικές της φυγής -
τα είδαμε να καθρεφτίζονται στη γη
μέσα στα βαλτονέρια με το κουρασμένο πρόσωπο.
μετάφραση: Eva Kopp
Σεμνότητα
Αν σ' αρέσει κανένα από τα λόγια μου
και συ μου τ' ομολογείς,
έστω και με τα μάτια μόνο -
εγώ ανοίγομαι ολόκληρη
μ' ένα χαμόγελο ευτυχισμένο,
μα τρέμω
σα μια μάννα μικρούλα, νεαρή,
που κοκκινίζει όταν
της λέει ένας διαβάτης
πως το παιδάκι της είναι ωραίο.
μετάφραση: Eva Kopp
Η άγκυρα
Έμεινα μόνη μέσα στη νύχτα:
έχω στο πρόσωπο τη γεύση του κλάματός σου,
γύρω από το πρόσωπο
η σιωπή- που στον κρότο
της πόρτας που έκλεισε πάλι, σε μεγάλους κύκλους
ξαναεμφανίζεται.
Αργή στο σκοτεινό νερό
της καρδιάς-
αργή και βέβαιη,
ανάμεσα σε βυθισμένα φύκια
στις αντηχήσεις των καταιγίδων στα μεγάλα ρεύματα
στις υγρές γιρλάντες κυμάτων
μέσα στα βυθισμένα
βράχια-
αργή και σίγουρη
μέχρι τις μυστικές αμμουδιές που κείτονται
στο βάθος της ύπαρξης-
επίμονη, πιστή, με τα τρία μπράτσα της
φωτεινά
εισδύει η άγκυρα των λέξεων σου:
- Εσύ περίμενε με-.
μετάφραση: Άννα Γρίβα
Νοέμβρης
Κι ύστερα -αν συμβεί να φύγω-
θα απομείνει κάτι
από μένα
στον κόσμο μου-
θα απομείνει ένα ισχνό ίχνος σιωπής
στο μέσο των φωνών-
μια μικρή ανάσα λευκότητας
στην καρδιά του γαλάζιου-
Και ένα βράδυ του Νοέμβρη
μια ασθενική μικρή
στη γωνιά ενός δρόμου
θα δει τόσα χρυσάνθεμα
και θα είναι τ' αστέρια
ψυχρά πράσινα κι απομακρυσμένα-
Κάποιος θα κλάψει
ποιος ξέρει πού -ποιος ξέρει πού-
Κάποιος θα ψάξει τα χρυσάνθεμα
για μένα
στον κόσμο
όταν θα συμβεί δίχως επιστροφή
να πρέπει να φύγω.
μετάφραση: Άννα Γρίβα
Ομίχλη
Αν συναντιόμασταν αυτή τη νύχτα
σε ένα μονοπάτι βυθισμένο στην ομίχλη
θα στέγνωναν οι λακκούβες
γύρω από το ζεστό κομμάτι της γης μας:
και το μάγουλό μου πάνω στα ρούχα σου
θα ήταν η γλυκιά λύτρωση της ζωής.
Όμως λεία πρόσωπα κοριτσιών
χλευάζουν την ηλικία μου: ένα δέντρο
μονάχα έχω συντροφιά στο βροχερό σκοτάδι
και φώτα αργά αμαξών με κάνουν να φοβάμαι,
να φοβάμαι και να καλώ το θάνατο.
μετάφραση: Άννα Γρίβα
Η Αντόνια σας
Antonia Pozzi (1912–1938)
Στις 3 Δεκεμβρίου, στο Μιλάνο, με λήψη ισχυρής δόσης βαρβιτουρικών που είχε λάβει το προηγούμενο βράδυ. Βρέθηκε παγωμένη και ημιθανής πάνω στη χλόη, έξω από το Αββαείο του Κιαραβάλλε. Παρά το σημείωμα που άφησε στους γονείς της, οι συγκεκριμένοι λόγοι που την οδήγησαν στην αυτοχειρία παραμένουν αδιευκρίνιστοι. Από το φιλικό της περιβάλλον (μιας και οι γονείς της αρνήθηκαν ότι αυτοκτόνησε και δήλωσαν ότι πέθανε από πνευμονία) διατυπώθηκαν διάφορες εικασίες: συναισθηματικώς ευάλωτη, πικραμένη από έναν έρωτα που δεν είχε αίσιο τέλος παρά την θέληση των δύο ερωτευμένων (εμποδίστηκε από τον πατέρα της), βαθιά προβληματισμένη από τις δυσμενείς προοπτικές λόγω της κοινωνικής και πολιτικής κατάστασης της εποχής της, με τον φόβο του επικείμενου πολέμου και με αισθήματα δυσφορίας για την λογοκρισία και τους φυλετικούς νόμους που εισήχθησαν στην Ιταλία το 1938 και είχαν άμεση επίπτωση στις ζωές φίλων της.
(φωτογραφία: parliamoitaliano.altervista.org)
- Τα 5 πρώτα ποιήματα σε μετάφραση Άννας Γρίβα είναι από το περιοδικό Τα Ποιητικά - τχ.7, Σεπτ. 2012
- Τα ποιήματα με την μετάφραση της Eva Kopp είναι από την Νέα Εστία - τχ. 1015, 15 Oκτ. 1969 (αρχείο ΕΚΕΒΙ)
- Ενημέρωση 27 Ιαν.2014
Το τελευταίο ποίημα "Ομίχλη", σε μετάφραση Άννας Γρίβα, είναι από το βιβλίο Antonia Pozzi, Λέξεις - εκδ. Γαβριηλίδης, Δεκ.2013