χωρίς άλλη αναβολή

Τετάρτη 13 Απριλίου 2011

59 ~ Ρενέ Κρεβέλ: απ' το γεφύρι του θανάτου

Το σώμα μου κι εγώ

...Καμμιά προσπάθεια δε θ' αντιταχθεί ποτές στη μυστηριώδη ορμή, που δεν είναι η ορμή προς τη ζωή, αλλά το θαυμαστό της αντίθετο, η ορμή προς το θάνατο.

Αν προσπαθώ να τρώγω τον καιρό μου, αφιερώνοντας τον εαυτό μου στις σχετικές αλήθειες και στις τιποτένιες τους προφάσεις, στα εξωτερικά φαινόμενα, γρήγορα πρέπει ν' αναγνωρίσω ότι φεύγοντας την ιδέα του θανάτου δε δέχτηκα ούτε την ιδέα της ζωής, και ότι όλες μας οι πράξεις υπήρξαν μικρές στιγμιαίες αυτοκτονίες που μου λιγόστεψαν χωρίς να μ' απομακρύνουν τον πόνο. Δε θέλησανα αισθανθώ τον εαυτό μου να ζει. Κατέβηκα το σκαλί που οδηγούσε στο υπόγειο και φωτεινό μπαρ. Ήπια, χόρεψα. Η σάρκα μου γινότανε αναίσθητη. Φίλησα όλα τα στόματα για να 'μαι σίγουρος ότι δεν είχα πια ούτε πόθο ούτε αηδία. Ανάμεσα σε δυο πιοτά κατέστρωσα επιχειρήσεις, άρθρα για την αύριο. Σχεδίασα μια περιπέτεια. Και στίβιασα σχέδια επί σχεδίων. Κέντησα το δέρμα μου που είχε γίνει αδιάφορο. Δάγκασα το χέρι μου και δεν αναγνώρισα την ανθρώπινη γεύση.

Και να που η αυγή με προφταίνει ξένο στα πράματα και τα όντα. Αμάρτησα λοιπόν που βλέπω τον εαυτό μου, και υποφέρω από μια τέτοια αηδία κοιτάζοντας τον εαυτό μου: «Είναι ένα αμάρτημα να γνωρίζεις πολύ τον εαυτό σου, ένα αμάρτημα εναντίον σου», μου λέγει ο σύντροφος που κλαίει μα κοιμάται καλά. Και επιστρέφω μόνος από δρόμους που έχουν χρώμα τύψεων.

Τα δάκρυά μου δεν τρέχουν, μα δεν μπορώ να ξεκουραστώ.
... ... ...

μετάφραση: Ορέστης Κανέλλης
Υπερρεαλισμός Α
(αναδημοσίευση: Aνθολογία της Ευρωπαϊκής και Αμερικανικής ποιήσεως - εκδ. Παρουσία, 1999)


Η γέφυρα του θανάτου

Θαλασσοπόρε της σιγής, η προκυμαία είναι δίχως χρώμα, άμορφη, τούτη η όχθη απ' όπου θα σαλπάρει απόψε, ωραίο πλοίο-φάντασμα, το πνεύμα σου. Άλλοτε σου ήταν αρκετό να ανάβεις εύκολα τραγούδια κι η πυρκαγιά μηχανικών κλειδοκυμβάλων φώτιζε μοναχά τη νύχτα. Στον κάθετο δρόμο, μια νέγρα καθισμένη στο κατώφλι της κρεββατοκάμαρας, μπρος στο δωμάτιο της δουλειάς της, σαν προσπερνούσε ο περαστικός, άφηνε το προσοδοφόρο μεγαλείο της, και μάζευε υπολείμματα λαχανικών και λαδιασμένα χαρτιά στο ρυάκι, μόνη ανάμνηση ενός αρχέγονου Κονγκό. Και δεν βομβάρδιζε τον άνθρωπο για την εκδίκηση μονάχα της αδιαφορίας του, μα τούτη η ρήγισσα που μεταβλήθηκε σε μέγαιρα, στο τέλος έπαιρνε μορφή πουλιού, πετούσε γύρω απ' τον περαστικό, - το θύμα της-, με γρύλλισμα περιστεριού τόσο απαλό, που αυτός ξεχνώντας τους λεκέδες στο σακάκι του, ρωτιόταξ ξάφνου μήπως έσφαλε η κοινή αντίληψη, μήπως το χρώμα των περιστεριών ήταν μαύρο.

[....]
Οι πόρνες νοιώσαν επιτέλους πως τα πόδια δεν είναι καμωμένα για τα μαρτύρια του μαύρου βελούδου μα για τη γύμνια του δέρματος πάνω στη γύμνια της άμμου. Τα τακούνια, που πάνω τους τόσους αιώνες στραβοπάτησαν, τότε συντρίφτηκαν στο σύνολό τους και δίχως σπόρους άνθη ανάβλυσαν στην άσφαλτο. Αφού δεν ήταν πια κανένα ψέμμα ανεκτό, ούτε το πιο λεπτό σα σπαγγάκι πάνινης σόλας, πέταξαν οι γαβριάδες μακρύτερα απ' τον ορίζοντα τα παντοφλέ τους. Χρώματα, εκραγήτε. Τα χέρια των κακοποιών είναι γαλάζια. Και σεις κορίτσια, αν πεθυμήσατε κόκκινα στόματα, βάφτε τα χείλια με το δάχτυλό σας κηλιδωμένο απ' τις αγάπες σας τις τελευταίες.

[....]
Στον ουρανό χορεύει το καράβι φάντασμα. Οι τοίχοι χωρίζονται που ανάμεσά τους θελήσαν να δέσουν τους ανέμους του πνεύματος. Πίσω από τις πτυχές και τη βαριά γαλήνη του βελούδου, καίει ένας ήλιος απ' αγάπη και θειάφι. Οι άνθρωποι της οικουμένης συνεννοούνται δια της μύτης. Ο ξαφνικός θερμοπίδαξ στέλνει στο διάβολο κάθε λιθάρι που χρησιμοποίησαν όσοι προσπάθησαν να ντύσουν το χώμα. Είναι μια γέφυρα στον μικροσκοπικό πλανήτη, που φέρνει ίσια στην ελευθερία.

Απ' το γεφύρι του θανάτου, ελάτε να δείτε, όλοι σας ελάτε να δείτε τη γιορτή που αχνολάμπει.

μετάφραση: Εύμολπος Συναδηνός
Οδός Πανός - τχ. 2, Μάιος 1981


Οι ευθείες γραμμές πηγαίνουν πολύ γρήγορα για να προλάβουν να εκτιμήσουν τις χαρές του ταξιδιού. Ορμούν κατευθείαν στο στόχο τους και στη συνέχεια πεθαίνουν πάνω στην ίδια εκείνη στιγμή του θριάμβου τους, χωρίς να έχουν στοχασθεί, αγαπήσει, βασανιστεί, ή διασκεδάσει. Οι διακεκομμένες γραμμές δεν ξέρουν τι θέλουν. Με τα καπρίτσια τους κομματιάζουν το χρόνο, κακοποιούν τα δρομολόγια, κουτσουρεύουν τα χαρωπά λουλούδια και σχίζουν τα ειρηνικά φρούτα με τις γωνίες τους. Με τις καμπύλες γραμμές είναι μια άλλη ιστορία. Το τραγούδι της καμπύλης γραμμής ονομάζεται ευτυχία.

μετάφραση: Ιωάννα Μοάτσου-Στρατηγοπούλου


René Crevel (1900-1935)
Τη νύχτα της 18ης Ιουνίου ανοίγοντας τη στρόφιγγα του γκαζιού στην κουζίνα του σπιτιού του, στο Παρίσι. Με οικογενειακό ιστορικό αυτοκτονίας (ο πατέρας του κρεμάστηκε όταν ο Ρενέ ήταν στα δεκατέσσερα χρόνια του και βρισκόταν σε μια δύσκολη φάση της ζωής του), με προβλήματα υγείας και εξουθενωμένος από την ολοήμερη άκαρπη προσπάθειά του να πείσει για την επάνοδο της ομάδας των υπερρεαλιστών, που είχαν αποβάλει από το 1ο Διεθνές Συνέδριο Συγγραφέων για την Υπεράσπιση της Κουλτούρας.




-φωτ: surrealisme.skynetblogs.be-

Ετικέτες

από Κατερίνα Στρατηγοπούλου-Μ.. _Permalink ---> 13.4.11

0 Comments:

Δημοσίευση σχολίου

<< Home