χωρίς άλλη αναβολή
Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2010
38 ~ Ντιμίταρ Μπογιατζίεφ: ο ήλιος πια ν' ανατείλη δεν προσμένω
Χλωμό και διαφανές
απάνω στις στέγες
πεθαίνει αργά το βράδι.
Μια σκέψη τρομερή
κάπου ωριμάζει στης
ψυχής μου το σκοτάδι.
Στην πόλη, που βομβεί ως
μια πνιγηρή άβυσσος,
ο κόσμος σα χαμένος.
Με τους ώμους πλάι σ' ώμους,
σ' ακαθόριστους δρόμους,
κόσμος άψυχος, ξένος.
Κι όταν θα 'ναι να ρθή,
σ' ώρα που έχει οριστή, η
πληρωμή μου η οργισμένη,
θα βρεθή φίλος την
σκέψη να διώξη αυτήν
την αποφασισμένη;
Με βαθιά τρυφερότητα
Με βαθιά τρυφερότητα στα μάτια
σε κοιτάζω, τα χέρια σου φιλώ
και κλαίω, γιατί ίσως δε θ' ανακαλύψης
ποτέ, στην ανωφέλεφτην απάτη
των λόγων των χλωμών και των σβησμένων,
πως, στον ζόφο μου μέσα, σ' αγαπώ.
Σαν θεριστής που λαχταρά για λίγη
ξεκούραση, σιμώνω κουρασμένος
στη φιλόξενη πόρτα του σπιτιού σου,
μες στην εσπέρια ομίχλη μιας ημέρας
φιλάργυρης. Την πόρτα την κλεισμένη
μισανοίγεις, για να δεχτής, εξαίσια
χαμογελώντας, τον δυστυχισμένον
εξόριστο. Και, δίχως απορία,
σφουγγίζοντας, μετά, τα αιφνίδια, δάκρυα
από τις βλεφαρίδες, που να τρέχουν
τ' αφήνει η περηφάνεια μου, σε βλέπω
χλωμή να σκύβης και με τα δυο χέρια
να δεχτής τις χλιες στάλες, διψασμένη
καιρό πολύ σα να 'σουν. Μ' έναν λόγο
τρυφερό και γεμάτον παρηγόρια
σιγά - σιγά φώτισες την ψυχή μου.
Για πολλήν ώρα χάιδεψε το χέρι
σου, ύστερα, το αγαθό και ντελικάτο,
το πρόσωπό μου. Δε θυμούμαι αν είπα
τίποτα. Δεν θυμούμαι. Αλλ' ίσως, — ίσως,
αλήθεια, σιωπηλά και να θρηνούσες.
Τη νύχτα
Τα μάτια μου είναι τόσο κουρασμένα
απ' της πένητος μέρας μου τη φρίκη,
Στην ψυχή μου βαραίνουν, πετρωμένα,
τα μάγια ονείρου που πια δεν μου ανήκει.
Σαν φύλλα, απ' το φθινόπωρο παρμένα,
οι σκέψεις μου πλανώνται. Συντριμμένος,
με χείλη πληγωμένα, παγωμένα,
ο ήλιος πια ν' ανατείλη δεν προσμένω.
Πλην, ξέρω — θα 'ρθη η αυγή! Με καρτερούνε
κι άλλες άτυχες μέρες: θα βιωθούνε
μες σ' υπνηλία και τρομοκρατημένη
ηρεμία, κ' η προσφιλής, συγκινημένη
ελπίδα, την ψυχή την πληγωμένη
θ' ανερωτά: «Τι ελπίδες σε κρατούνε;»
μτφ: Άρης Δικταίος*
Димитър Иванов Бояджиев
[Dimitar Boyadjiev] (1880—1911)
Στις 12 Ιουλίου, στη Σόφια. Η επίσημη εκδοχή ήταν
"προσωπικοί λόγοι". Οι φήμες που ακολούθησαν την
αυτοκτονία του ανέφεραν ως αιτία τον απελπισμένο
έρωτά του με μία παντρεμένη γυναίκα - έναν έρωτα
που δεν κατάφερε να ξεπεράσει.
- Τα ποιήματα είναι από το βιβλίο του Άρη Δικταίου "Ανθολογία
Βουλγαρικής Ποιήσεως" - εκδ.Δωδώνη, 1971.
* Όπως γράφει ο Άρης Δικταίος στην εισαγωγή, το 80% των
μεταφράσεων ελέγχθηκε από τον Στέφανο Getchev, χωρίς
την συμπαράσταση του οποίου η εργασία του δεν θα πετύχαινε
ποτέ ό,τι πέτυχε.
(φωτ: slovo.bg)
Links:
ο Ντιμίταρ Μπογιατζίεφ στο γράμμα σε χαρτί
Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2010
37 ~ Πέγιο Γιάβοροβ: εγώ ανονείρευτο ύπνο θα κοιμούμαι
Στο παράθυρο στέκω, και κοιτάζω
παιδιά, που παίζουν έξω - είναι δικό τους
το πρωί: πρόσωπα ανέγνοια, φωτισμένα απ'
άνοιξη... Πόσα, αχ, άνθη είδα μπροστά μου
να πεθαίνουν; Και στέκω και κοιτάζω
κ' είμαι πλημμυρισμένος αναμνήσεις
κι αθέλητα τα μάτια μου ρωτούνε
μακρυά ως εκεί που καταχνιά 'ναι οι δρόμοι,
τα μονοπάτια... Ποιος έρχεται τάχα
εδώ, — ποιος, δίχως να γυρίση, φεύγει
πίσω από τον ορίζοντα — ασημένιων
αψηλάφητων τοίχων; Μας σταύρωσαν
ζωή και θάνατος, φεύγοντας. Ποιος όμως
τον ένοxο απ' τον δίκαιο θα μπόρεση
να διακρίνη. Παιδιά, για σας φοβούμαι.
Ο ήλιος αποτελειώνει της δικής του
κλήρας τον δρόμο. Πάνω απ' τα γυμνά σας
κεφάλια καίει το μέγα πέταγμά του,
και καίγεται ο ουρανός, συδαυλισμένος
από νέφη, καπνίζοντας. Ω, ξέρω
του ήλιου το κάψιμο καλά, και ξέρω
την καταιγίδα. Διάτρεξα τη μέρα
μου ολόκληρη, κι αδιάκοπα ήμουν ξύπνιος...
Ω, παιδιά, σας κοιτάζω, και με θλίψη
χαμογελώ: θα με κατηγορήση
τάχα κανείς, που ξαποστάζω λίγο;
Καρτερώ, στο παράθυρο, τη μέρα
που θα πέση η κουρτίνα. - Η λάμψη κείνη,
που από κεραυνούς σύντομους γεννιέται,
θα λάμψη στη δική σας μέρα, κ' έξω
των παιγνιδιών σας τις κραυγές, τις δίχως
νόημα, θα ξεκουφαίνη η καταιγίδα. -
Μα εγώ ανονείρευτο ύπνο θα κοιμούμαι.
Κι όταν θα ρθή το βράδι, θα αιστανθήτε
το κρύο μες στα σκισμένα σας τα ρούχα,
και κουρασμένα, αργά, τα μέτωπά σας
θα σκύψετε. Μέσα στις ραγισμένες
ψυxές σας, φλογερές, καθώς μαxαίρια,
που γυρνούν μες στη σάρκα, θα τρυπώσουν
οι θύμησες. Κι αγάλια θα πεθάνη
του βραδιού το επιχρύσωμα όλο επάνω
στις κορφές που απομείναν στ' άφωνά μας
όνειρα. Θα 'χη ρθει η ώρα, τότε, μέσα
στης αχλής το γαλάζιο, που όλοι σβήνουν
οι θόρυβοι και κλαίει η σιωπή, και, δίχως
δύναμη, κάθεστε στα παραθύρια
και θυμάστε, παιδιά, μπορεί και μένα,
μουρμουρίζοντας ένα: Καληνύχτα!
Ο παράξενος
Τον έβλεπα, καμιά φορά, στο ακροθαλάσσι,
που κοίταζε μακρυά, καθώς χαμένος, —
τη θάλασσα κοιτούσε, και κοιτούσε
τον ουρανό, μα δίχως σκέψη. . . Μι' άλλη
φορά, στην εξοχή, τον είδα πάλι
με γερμένο το μέτωπο, γνοιασμένον.
Κ' έτσι, κάθε φορά, τον συναντούσα.
Μόνο ο θεός ξέρει τι γυρεύει εκείνο
το νωθρό, φοβισμένο βλέμμα, εκείνο
το παράξενο και κακό του γέλιο
τι σημαίνει, ζητώντας ν' αποφύγη
κάθε άνθρωπο. Δεν αγαπά τον κόσμο,
που είναι ένα xάος και, σαν από καθήκον,
τον μισούν όλοι κι όλοι φεύγουν μπρος του,
κ' ενώ όλοι τους φυλάγονται από δαύτον,
τρελό ποτέ κανένας δεν τον είπε.
Οι παρειές του βαθούλωσαν, ρυτίδες
αυλάκωσαν βαθιές το μέτωπο του,
που, φανερό 'ναι, χάραξε μια οδύνη
θανάσιμη. Και πάντα μόνος, — αιώνια
μόνος μέσα στον κόσμο' μόνος μέσα
στο θορυβώδες πλήθος: Ποιος ξέρει, ίσως
το βάρος έρωτα τρελού, ή το βάρος
μίσους κακού, παράλογου, ως τον τάφο
να κουβαλή ο φτωxός σ' όλη τη ζωή του.
Το χαλάζι
[....]
Τέλειωσαν όλα. Μια βροντή μονάχα,
η στερνή, ακόμη σέρνεται και σβήνει
κάπου μακρυά, κι ως λύκος σε κοπάδι
ανάμεσα, σκορπά ο άνεμος τα νέφη,
παγωμένος. Και να, προβάλλει πάλιν
ο ήλιος ψηλά, κοιτάζοντας με θλίψη
μι' ανθρώπινη πομπή: γέρους, γυναίκες,
παιδιά, όλο το χωριό, συμμαζωμένο,
να τρέxη κατά τα χωράφια, κι όλοι
ξυπόλυτοι είναι κ' είναι απορεμένοι.
σπρωγμένοι από τη συμφορά, την δίχως
θαράπιο, στα χωράφια που έχουν όλα
λεηλατηθή κ' ερημωθή. Θερίστρα
η καταιγίδα, λυσσασμένη, μήτε
κεχρί ούτε στάρι, σίκαλι ή κριθάρι
δεν άφησε: ώριμα όλα, πράσινα όλα,
τα πάτησε και τα εγείρε, με τ' άνθη
μαζί τόσης ελπίδας διαψευμένης.
Δυο όμορφα μάτια
Δυο όμορφα μάτια. H ψυχή ενός παιδιού 'ναι
σ' αυτά τα μάτια: μουσική κι αχτίδες.
-Δε ζητούν, δεν υπόσχονται μια μοίρα...
Η ψυχή μου προσεύχεται.
Παιδί μου,
η ψυχή μου προσεύχεται.
Η ντροπή και το πάθος
πάνω τους αύριο θα ρίξουν
τη σκιά των ανθρώπινων παραπτωμάτων.
Τη σκιά των ανθρώπινων παραπτωμάτων
πάνω τους αύριο δε θα ρίξουν
η ντροπή και το πάθος.
Η ψυχή μου προσεύχεται,
παιδί μου.
Η ψυχή μου προσεύχεται...
Δε ζητούν, δεν υπόσχονται μια μοίρα!...
Δυο όμορφα μάτια. Μουσική κι αχτίδες
σ' αυτά τα μάτια. Η ψυxή ενός παιδιού 'ναι.
Από τα "Τραγούδια του Χαϊντούκου"
Ένα όνειρο ονειρεύτηκα, αχ η απόγνωση μου,
νειότη μου φτωχή μου,
κ' είδα έναν τάφο μες στα σύδεντρα κρυμμένο,
που φυλλωσιές τον είχαν σκεπασμένο.
Κ' είδα πάνω στον τάφον, αχ η απόγνωση μου,
νειότη μου φτωχή μου,
για τον γενναίο δυο ξύλα που διασταυρωνόταν,
και πάνω στον σταυρό πουλί καθόταν.
Κι ως ξημερώση, το πουλί, αχ η απόγνωση μου,
νειότη μου φτωχή μου,
πουλί και πουλοτραγουδεί την κακομοίρα
ενού ορφανού την ορφανή τη μοίρα.
Και σα βραδιάση, το πουλί, αχ η απόγνωση μου,
νειότη μου φτωχή μου,
πουλί και πουλοτραγουδεί το που 'xει πάρει
τέλος τ' ορφανό κείνο παλληκάρι.
Ένα όνειρο ονειρεύτηκα, αχ η απόγνωση μου,
νειότη μου φτωχή μου,
όνειρο ονειρεύτηκα, σκοτεινό όνειρό μου,
έναν τάφο, — τον τάφο τον δικό μου!
Пейо Яворов [Peio Yavorov] (1878-1914)
Στις 29 Οκτωβρίου, στη Σόφια με ισχυρή δόση δηλητήριου
και αυτοπυροβολισμό, μετά από προηγούμενη αποτυχημένη
προσπάθεια, που τον είχε αφήσει τυφλό.
- Τα ποιήματα είναι από το βιβλίο του Άρη Δικταίου "Ανθολογία
Βουλγαρικής Ποιήσεως" - εκδ.Δωδώνη, 1971.
* Όπως γράφει ο Άρης Δικταίος στην εισαγωγή, το 80% των
μεταφράσεων ελέγχθηκε από τον Στέφανο Getchev, χωρίς
την συμπαράσταση του οποίου η εργασία του δεν θα πετύχαινε
ποτέ ό,τι πέτυχε.
- Οι πληροφορίες για τον ποιητή, όπως και το φωτογραφικό
υλικό, είναι από την Yana D., την οποία και ευχαριστώ πολύ
για την βοήθειά της.
- φωτ: duma.bg -