Μετά την μπόρα
Η βροχή είχε σταματήσει και τα τελευταία σύννεφα είχαν σκορπίσει ολότελα... Με τα ρούχα βρεμμένα κι ανάκατα τα μαλλιά του, περιπλανιόταν στο σκοτάδι αναζητώντας ένα καταφύγιο. Έφθασε, χωρίς να το ξέρει στην παλιά κρύπτη του μοναστηριού, που οι αιώνες την είχαν ερημώσει' την πλησίασε προσεχτικά, τη μύρισε και την έγλειψε κάπου 56 φορές, δίχως κανένα θετικό αποτέλεσμα, ωστόσο.
Δυσαρεστημένος, ξεσπάθωσε και χύμηξε στην αυλή της μονής. Γρήγορα όμως ένιωσε κατάνυξη βλέποντας τη γλυκειά κοτούλα, που με πράο βλέμμα, είχε βγει να τον υποδεχθεί, κι η οποία, με μια χειρονομία ντροπαλή αλλά γεμάτη χριστιανικόν έλεος, τον κάλεσε να περιμένει δυο λεπτά στην τράπεζα. Ηρέμησε λίγο-λίγο, κατόπιν δάκρυσε από τη συγκίνησή του κι αναρρίγησε μεταμελημένος' έδιωξε λοιπόν οριστικά από μέσα του κάθε επιθυμία για εκδίκηση, κι αφού ασπάσθηκε την κότα στο μέτωπο και τη φύλαξε σε σίγουρο κρυψώνα. έπιασε και σκούπισε καλά-καλά και σφουγγάρισε όλα τα κελιά κι έτριψε τα σανίδια του δαπέδου με σοβάδες.
Μέτρησε ύστερα τα λεφτά του και σκαρφάλωσε σ' ένα δέντρο, να περιμένει την αυγή. "Χάρμα οφθαλμών" "Μεγαλείον!", αναφωνούσε κι εκστασιάζονταν θαυμάζοντας τις ομορφιές της φύσεως και πότε-πότε έβηχε με τρόπο ενδεικτικό πηδώντας από κλαρί σε κλαρί, ενώ στα κρυφά, δεν ξεχνούσε να αμολάει κάθε τόσο στον αέρα μερικές μύγες, που κάτω από την ουρά τους κολλούσε μακριές λουρίδες από χαρτί πολυτελείας...
Η ευτυχία του δεν διήρκεσε όμως πολύ... Τρεις διαβάτες οι οποίοι στην αρχή προσποιήθηκαν ότι ήσαν φίλοι και εν τέλει εμφάνισαν ως δικαιολογία της αφίξεώς των την ιδιότητα των απεσταλμένων του Δημοσίου Ταμείου, άρχισαν να τον ενοχλούν με λογής-λογής προφάσεις, και εν πρώτοις του αμφισβήτησαν ακόμη και το δικαίωμα να σκαρφαλώνει στα δέντρα. Εις ένδειξιν όμως λεπτότητος και για να αποφύγουν να κάνουν άμεση χρήση των εξουσιών που τους παρείχε ο νόμος έσπευσαν με πλάγια μέσα να τον υποχρεώσουν να εγκαταλείψει το δέντρο. Πρώτον μεν του υποσχέθηκαν να του κάνουν τακτικές στομαχικές πλύσεις, και κατέληξαν να του προσφέρουν με ενοίκιο σάκκους, αποφθέγματα και ροκανίδι. Ο ήρωάς μας παρέμεινε αδιάφορος και ανένδοτος σε κάθε δέλεαρ' αρκέσθηκε απλώς στο να τους δείξει το πιστοποιητικό πενίας, που τυχαίως είχε την ημέρα εκείνην απάνω του, και το οποίο, μεταξύ άλλων απαλλαγών και προνομίων, του χορηγούσε και το δικαίωμα να κάθεται οκλαδόν, δωρεάν και για οποιδήποτε χρονικό διάστημα, πάνω σε ένα δεντρόκλαδο...
Εν τούτοις, για να μη φανεί μνησίκακος, και ταυτοχρόνως για να τους δώσει κι ένα λεπτό μάθημα καλών τρόπων, κατέβηκε, ξεζώθηκε τη σπάθα του και βούτηξε εκουσίως στην ελώδη, βρωμερή λίμνη που βρισκόταν εκεί κοντά, και κολύμπησε σε στυλ λαγού περίπου μια ώρα' ύστερα από αυτό, η φορολογική επιτροπή, ταπεινωμένη και ντροπιασμένη, το 'βαλε στα πόδια, αναδίδοντας όπου γης, σε πόλεις και χωριά, σε βουνά και πεδιάδες, τη δημοσιονομική δυσωδία της.
Θλιμμένος κι απογοητευμένος από τις οικτρές εμπειρίες που έζησε, ο ήρωάς μας μέτρησε το χαρτζιλίκι του και σκαρφάλωσε εκ νέου στο δέντρο, απ' όπου, τούτη τη φορά, ράντισε με τις κουτσουλιές του ολόκληρο το οικόπεδο, μ' ένα χαιρέκακο μειδίαμα ζωγραφισμένο στα χείλη του...
Κατόπιν, ειλικρινά μετανοημένος από την πράξη αυτήν, η οποία, ωστόσο, τον είχε σε μεγάλο βαθμό αποκαταστήσει ηθικά, κατέβηκε, τίναξε τα ρούχα του με μια μετροταινία και ψέλνοντας τον Ύμνο της Ελευθερίας έχωσε την κοτούλα κάτω από τη ρεδιγκότα του και χάθηκε στο σκοτάδι.
Υποτίθεται ότι πήρε το δρόμο για τη γενέτειρά του όπου, έχοντας πια βαρεθεί την αγαμία, αποφάσισε να προβεί σε συνοικέσιο με την όρνιθα, κι εν συνεχεία, να ευεργετήσει τους συνανθρώπους του, διδάσκοντάς τους την μαιευτική τέχνη.
- από Το Δέντρο, τχ. 28-29
Ιαν-Φεβρ. 1987
Urmuz [Demetru Dem. Demetrescu-Buzău] (1883–1923)
Στις 23 Nοεμβρίου με αυτοπυροβολισμό, σε δημόσιο χώρο, στο βόρειο τμήμα του Βουκουρεστίου. Αν και διατυπώθηκαν εικασίες περί ανίατης ασθένειας ή πιθανής οπλολαγνείας, η επικρατέστερη εκδοχή, είναι ότι ο Ρουμάνος συγγραφέας οδηγήθηκε στην μοιραία απόφαση, έτσι, χωρίς αιτία και εξήγηση, ως γνήσιος οπαδός της φιλοσοφικής θεωρίας του παραλόγου (absurdism / absurdist philosophy) .