χωρίς άλλη αναβολή
Κυριακή 13 Απριλίου 2008
8 ~ Ναπολέων Λαπαθιώτης: "Στην Απεραντοσύνη του Θανάτου"
Στην αγκαλιά να σ'έσφιγγα, να σ' έσφιγγα
και με τα δυο μου χέρια, ώσπου να νιώσω
να λιώσει και να στάξει όλη η ψυχούλα σου
στους πόρους της δικής μου, σαν τη δρόσο.
Τα χείλη μου ν' αγγίζουνε τα μάτια σου
τόσο απαλά, τόσο γλυκά κι αγάλια,
που όταν τα κλείνεις να θαρρείς πως κύματα
και ζέφυροι φυσούν απ' τ' ακρογιάλια...
Κι ένα φιλί στο στόμα, τόσο ατέλειωτο,
που οι ώρες να μας πλέξουνε στεφάνι,
και τόσο ηδονικό, που να φιλιόμαστε
κι όλοι να λεν πως έχουμε πεθάνει...
Κι όταν θ' απαλοσβήνει αυτό το φίλημα,
και δεις να 'χω τα μάτια μου σφαλήσει,
θα με σαλέψεις με τα δυο χεράκια σου,
κι εγώ θα 'χω στ' αλήθεια ξεψυχήσει...
Θάνατος
Η σάλπιγγα του Θριάμβου αργά σημαίνει,
για μιαν απάτη Πρώτη Παρουσία,
που μήτε θα μπορούσε, κι η εξημμένη,
ποτέ, να τη συλλάβει φαντασία!
Χρώματα και ήχοι, αρώματα, - ενωμένα
σ' ένα Μεγάλο φως, όλο Γαλήνη,
- κι ό,τι ποθούσα, τώρα πια, για μένα,
σαν ένα παραπέτασμα που κλείνει...
Τίποτα πια της γης δεν απομένει,
- κι ο Αρχάγγελος υψώνει τη Ρομφαία:
της γης η σκιά, για πάντα διαλυμμένη,
μέσα σε μια Αλήθεια Κορυφαία!
...Κι όπως κυλά στα βάθη του κενού μου,
σαν άστρο φλογερό στον άξονά του,
- δε νιώθω πια να ζει, παρά το Νου μου,
στην Απεραντοσύνη του Θανάτου...
To τραγούδι του θανάτου
Στο μεγάλο τ' ακρογιάλι
που η ψυχή μου πάει ν' αράξει,
καμιά θλίψη, καμιά τύψη,
δε θα ρθει να με ταράξει,
και το μαύρο το σκοτάδι,
που θα ρθει να με τυλίξει,
θα γιατρέψει μια για πάντα,
την αγιάτρευτή μου πλήξη'
θα γιατρέψει, μια για πάντα
και τον πόνο, και τον πόθο,
και τ' αλάλητα θλιμμένο
το παράπονο που νιώθω'
μια για πάντα, θα γιατρέψει
και την τύχη, και την πλήξη,
το μεγάλο το σκοτάδι,
που θα ρθει να με τυλίξει...
(χωρίς τίτλο)
Το φέρετρό μου σανιδένιο
δε θα 'χει καμιάν ομορφιά'
θα το καρφώσουν μάνι-μάνι,
με τα κοινότερα καρφιά,
κι υστερα βίρα και στον ώμο
(λίγο μακρύ, λίγο φαρδύ)
θα πάρει σε δυο μέρες δρόμο
για το στερνό μου το τσαρδί...
Θα είναι ο Άγγελος, ο Χάρης,
ο Κλέων, ο Τάκης, η Λιλή,
ο Γιώργος ο Μυλωνογιάννης,
κι άλλοι πολλοί, πολλοί, πολλοί...
........
Και την επαύριο θ' αρχινίσουν
κάποιες γραμμές, εδώ κι εκεί,
- κι αμέσως θα με παραλάβουν
οι κριτικές κι οι κριτικοί:
"τεχνίτης", "μουσικός του στίχου",
"πολύ λεπτός αισθητικός",
- αυτά που γράφονται συνήθως
κι αυτά που γράφουν σχετικώς'
"τύπος ανώμαλος εκφύλου",
"γνωστή και συμπαθής μορφή"...
Μα εμέ για ό,τι θα μου γράψουν
δε θα μου καίγεται καρφί!
Γιατί από μένα, ό,τι θα μείνει
- κι εκεί που τώρα κατοικεί, -
δεν θ' ασχολείται με τους άλλους,
δε θα διαβάζει κριτική...
........
Ο φίλτατός μου Πέτρος Χάρης
με σφίξιμο χεριού γερό
θα λέει αράδα στους γνωστούς του:
- Τι φοβερό! Τι φοβερό!...
Και παρατώντας τις δουλειές του,
βιβλία και πολιτική,
τη "Νέα Εστία" και τις "Τέχνες",
θα μου σκαρώσει κριτική!
Μα και ο Βαγιάνος θα αρχίσει
σ' όλη, γραμμή, την Αττική,
μ' αστούς, μ' εργάτες, με χωριάτες,
καμπάνια λαπαθιωτική!
Και κυνηγώντας άρον-άρον
θα γράφει μέσα σε καρνέ,
ως και τις γνώμες των γαϊδάρων
της πολιτείας Αχαρναί!!!
Αποχαιρετισμοί στη μουσική
Ι
Το όνειρό μου πια δεν είναι να χαρώ, μήτε να ζήσω,
μα να πω μια λέξη μόνο, σα μια φλόγα, - και να σβήσω.
Κι αν ακόμα ζω του κάκου, και γυρνώ στη γην απάνω,
μόνον ένα πια μου μένει, - να την πω και να πεθάνω...
Κι όμως ούτε αυτή τη λέξη δε μου δόθηκεν ακόμα
να την πω, - και μου παιδεύει την ψυχή μου και το στόμα.
Μήτε καν αυτή τη λέξη την απέραντα θλιμμένη,
μήτε τρόπος να τη μάθω, μήτε χρόνος δε μου μένει.
Κι αφού τα άχαρά μου χείλη δεν την πρόφεραν ακόμα,
θα την πάρω - και σαν ξένοι, θα χαθούμε μες στο χώμα...
ΙΙ
Μόνος ήρθα κάποιο βράδι, - κι ήσαν όλοι, γύρω μόνοι,
κι όλοι ξένοι, τραγουδάμε, μες στη νύχτα που σιμώνει.
Κι όσο ζω, κι όσο μαθαίνω, τόσο νιώθω, αλλοίμονό μου,
το βαθύ και το μεγάλο κι απροσμέτρητο κενό μου!
Τη στιγμή του σταυρωμού μου, και για μόνη συντροφιά μου,
μόλις ένιωσα τα χέρια που σταυρώσαν τα καρφιά μου...
Μόνος ήρθα κάποιο βράδι, μόνος πόνεσα για λίγο,
μόνος έζησα του κάκου, - κι όπως ήρθα, και θα φύγω.
Τι είναι τάχα, για τους άλλους, ο χαμός ενός ατόμου;
- Κι όπως ήρθα, και θα φύγω, μόνος μες στο θάνατό μου...
Επιστροφή
Κι όταν θα ρθει η στιγμή, και πάλι
να κατεβώ προς το βυθό,
χωρίς την πίστη, που έχουν άλλοι,
μα και χωρίς να φοβηθώ,
με την ψυχή που περιμένει
την ώρ' αυτή, σαν εραστή,
(τόσο είναι ταλαιπωρημένη,
και τόσο που έχει κουραστεί),
δε θα 'χω να με συντροφέψει,
καμιά παρήγορη φωνή,
- μα θανατώνοντας τη Σκέψη,
που τώρα με δολοφονεί,
σαν ένα φέρετρο που κλείνει,
θα γείρω, πάλι, στο βυθό,
ζητώντας, μόνο, τη γαλήνη,
που είχα προτού να γεννηθώ...
Ναπολέων Λαπαθιώτης (1888 - 1944)
7 Ιανουαρίου, με περίστροφο, στο σπίτι του,
στην Αθήνα.
Τα ποιήματα είναι από το βιβλίο Ναπολέων Λαπαθιώτης
-εκδ. ΖΗΤΡΟΣ, 2001
-φωτογραφία: ekebi.gr-
- στο ανθολόγιο του διαδικτυακού τόπου του Τμήματος Φυσικής του Πανεπιστημίου Αθηνών
- στο αφιέρωμα του Νίκου Σαραντάκου
- στο Απέναντι Πεζοδρόμιο και
- στις καταχωρήσεις 36, 37, 40, 176, 177, 178, 179, 180, 181, 400 της Gay Βιβλιογραφίας στα Ελληνικά
Ετικέτες G-L
0 Comments:
Δημοσίευση σχολίου
<< Home