χωρίς άλλη αναβολή

Τρίτη 11 Αυγούστου 2009

30 ~ Πηνελόπη Δέλτα: Τώρα μπορώ να πεθάνω

Α'. Πρώτες μου απορίες

Ενώ ο Λουκάς εξακολουθούσε να γράφει, εγώ ακούμπησα το κεφάλι μου στα πόδια μου και αφέθηκα στη συλλογή.
Όσο και αν αγαπούσα τον Λουκά και αν αντιπαθούσα τον Βρασίδα, αυτή τη φορά δεν μπορούσα να δώσω δίκαιο στον αγαπημένο μου. Ακούσετε την ιστορία του καβγά.
Ο Βρασίδας ήθελε να κόψει ένα μεγάλο τσαμπί άγουρες μπανάνες που κρέμουνταν σε μια μπανανιά. Ο Βασίλης ο περιβολάρης τον εμπόδισε. Είπε πως ήταν πολύ πράσινες ακόμα, πως έπρεπε πρώτα να κιτρινίσουν οι μπανάνες τής απάνω σειράς, και τότε μόνο να κοπεί το τσαμπί και να μπει στην ψάθα, για να ωριμάσουν και οι άλλες. Τίποτα ο Βρασίδας. Επέμεινε και θύμωσε. Και μόλις γύρισε ο Βασίλης τη ράχη, τον είπε «ζώο». Τότε θύμωσε και ο Λουκάς και τα δυο εξαδέλφια μάλωσαν.
Με όλη την αντιπάθεια που είχα για τον Βρασίδα, αυτή τη φορά βρήκα πως ο Λουκάς είχε άδικο.
Ήταν πρώτη φορά που με πλήγωναν και με πρόσβαλλαν οι ανθρώπινες προλήψεις.
Έκτοτε άκουσα πολλές αδικίες στη ζωή μου. Μ' αυτή η πρώτη με πόνεσε, με πλήγωσε πολύ.
Συνηθίζουν οι άνθρωποι να λεν άλλους ανθρώπους «ζώα», «κτήνη», «τετράποδα», για να βρίσουν και να τους πουν περιφρονητικά πως δε σκέπτονται, δεν αισθάνονται, δεν
κρίνουν, δε νιώθουν. Το άκουσα και το ακούω. Μα δεν το συνήθισα ποτέ.
Γιατί άραγε είναι περιφρονητικό να σε πουν ζώο; Γιατί είναι προσβολή να είσαι τετράποδο; Ή μήπως ο αριθμός των ποδαριών κάνει την αξία των ζωντανών; Ή μήπως εμείς δεν αισθανόμαστε; Δεν κρίνομε; Δεν αγαπούμε; Δεν πονούμε το ίδιο, αν όχι και περισσότερο από τους ανθρώπους;

- Ο Μάγκας
εκδ. Βιβλιοπωλείον της "Εστίας"

Γ'. Το νικημένο θηρίο

Οι δυο φίλοι πέρασαν τη μέρα στο δωμάτιό τους. Το σχέδιο της φυγής ήταν απλό όσο και τολμηρό. Να βγουν τη νύχτα στον κήπο, να τραβήξουν κατά το πυκνότερο μέρος του δάσους, να πάρουν τα μονοπάτια του Πέτρινου, που απλώνεται πλάγι στη λίμνη της Αχρίδας, και, κρυμμένοι μέσα στις πυκνές καρυδιές και βαλανιδιές που σκεπάζουν το βουνό, από κορυφή σε κορυφή, περπατώντας μόνο τη νύχτα, μακριά από χώρες και στρατιωτικούς δρόμους, να φθάσουν ως τη Θεσσαλονίκη.
Τώρα ήταν πια ήσυχοι. Είχαν πάρει την απόφαση να φύγουν.
Ήξεραν πως αν τους έπιαναν η ποινή θα ήταν θάνατος. Αλλά τη θυσία της ζωής τους την είχαν κάνει από καιρό, και ο θάνατος τούς φαίνουνταν προτιμότερος από την αγωνία που είχαν περάσει τις τελευταίες εκείνες μέρες με τα νέα του πολέμου.

- Για την πατρίδα
εκδ. Βιβλιοπωλείον της "Εστίας"

Θ'. Το κρυφό μήνυμα

Είχε ξημερώσει πια καλά.
Στις ράχες των βουνών, οι κορυφές των πεύκων χρυσώνουνταν με τις πρώτες ηλιακές αχτίδες, και στα πόδια του Μιχαήλ χιλιάδες υγρά διαμαντάκια λαμποκοπούσαν σκαλωμένα σε κάθε χορταράκι, σε κάθε φύλλο. Μα πρώτη φορά ίσως στη ζωή του, ο Μιχαήλ περνούσε τυφλός εμπρός στη μαγεύτρα ομορφιά της καλοκαιριάτικης αυγής. Η προσοχή του ήταν όλη στημένη στα παραπόταμα δέντρα, όπου είχε δει τον Ιβάτζη να χώνεται με το σύντροφό του, και ακολουθώντας τοίχο-τοίχο το μοναστήρι, για να μην τον δουν από κανένα παράθυρο, έφτασε στα πρώτα δέντρα του δάσους όπου κρύφθηκε ανάμεσα στους κορμούς και κατέβηκε στο ποτάμι. Ο Ιβάτζης με τον υπασπιστή του είχε περάσει από κει. Στην υγρή άμμο, που τα χαμηλωμένα νερά άφηναν ξεσκέπαστη, βαθιά φαίνουνταν τα σημάδια των αλόγων.
Για πολλήν ώρα ο Μιχαήλ ακολούθησε τα ίχνη τους, ώσπου έφτασε σ' ένα ρυάκι που κατέβαινε από ψηλά και χύνουνταν στον ποταμό. Μα εκεί σταματούσαν τα σημάδια. Ήταν φανερό πως οι καβαλάρηδες μπήκαν στο νερό, είτε για να κατέβουν τον Αξιό, είτε για ν' ανέβουν το ρυάκι κατά το βουνό.
Ο Μιχαήλ αποφάσισε πρώτα να εξετάσει την όχθη του Αξιού, και πέρασε το ρυάκι.
Την ίδια ώρα, του φάνηκε πως πίσω του άκουσε ένα βήμα λαφρύ, ανάμεσα στα ξερά φύλλα που είχαν πέσει από τα δέντρα. Σταμάτησε ν' ακούσει. Τίποτα όμως δεν κουνούσε, ούτε φαίνουνταν τίποτα, όσο βαθιά πήγαινε το βλέμμα του ανάμεσα, στους κορμούς. Ώστε εξακολούθησε το δρόμο του, εξετάζοντας το χώμα και το χορτάρι. Μα πάλι τίποτα, δεν είδε.

- Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου
εκδ. Βιβλιοπωλείον της "Εστίας"

ΚΖ'. Φόβοι

Μέρες κι εβδομάδες είχε περιποιηθεί τον Περικλή, από τη μέρα που σηκωτό τής τον είχαν φέρει αναίσθητο από το Βάλτο και δεν άφηνε το προσκεφάλι του παρά για να παραχωρήσει τη θέση της στην κυρία Ηλέκτρα, όταν ξεκούραστη και γελαστή έρχουνταν εκείνη να την αναπληρώσει και να στείλει «τη γιαγιά», όπως την έλεγε όλο το σπιτικό, να κοιμηθεί με τη σειρά της. Αναμεταξύ τους οι δυο γυναίκες είχαν ξαγρυπνήσει τον Περικλή στη βαριά του αρρώστια, και πρώτη μέρα χθες τον είχαν αφήσει να κυκλοφορήσει, να πάγει στο σαλονάκι και να ξαπλωθεί στον καναπέ, να μείνει όλη μέρα ελεύθερος, να κουβεντιάζει με τους άλλους. Ήταν πια σε ανάρρωση ο Περικλής, το είχε δηλώσει ο γιατρός, και ήταν ζήτημα λίγων μερών να δυναμώσει και να ξαναπιάσει πάλι την τακτική του ζωή. Όχι όμως πια να πάγει στο Βάλτο. Αυτό αποκλείουνταν - το δήλωσε ο γιατρός. Στην πρώτη περίσταση, σε πέντε-έξι μέρες, λίγο ακόμα να δυνάμωνε, θα τον έστελναν στην Αθήνα, και από κει στην Αλεξάνδρεια, όπου τον περίμενε ο θείος του, ο πατέρας του Μήτσου... Και άκουε ο Περικλής, και δε μιλούσε. Μα ποτέ δε θυμήθηκε τόσο νοσταλγικά τον παππού του, και ποτέ δεν τον τάραξε τόσο βαθιά η ενθύμησή του.

- Στα μυστικά του Βάλτου
εκδ. Βιβλιοπωλείον της "Εστίας"

- ...Εγώ δεν κάνω τίποτα και βαριούµαι φοβερά! Να, σήµερα το πρωί, ώσπου να ξυπνήσει ο αδελφός µου, περνούσα και ξαναπερνούσα το χέρι µου µες στις αχτίδες του ήλιου και κοίταζα τα σκονάκια που χοροπηδούσαν, έτσι, για να περνά η ώρα. ∆εν ξέρω πώς να σκοτώσω τις ατέλειωτες ώρες της ηµέρας!
Η Γνώση γέλασε.
- Θες να τις σκοτώσεις ή να τις µεταχειριστείς; ρώτησε.
- Το ίδιο δεν κάνει;
- Όχι! Η ώρα πάντα περνά. Μ' αν κάνεις περιττά πράµατα, τη σκορπάς - ενώ αν κάνεις δουλειές µε σκοπό, τη µεταχειρίζεσαι.
- ∆εν το συλλογίστηκα αυτό ποτέ, είπε συλλογισµένο το Βασιλόπουλο. Και µένα η ώρα µου φαίνεται ατέλειωτη!
- Και όµως η ώρα είναι πολύτιµη, αποκρίθηκε η Γνώση. Σε τι καταγίνεσαι όλη µέρα;
- Σε τίποτα! Σε τι µπορώ να καταγίνω; Ο καθένας ζει και καταγίνεται για τον εαυτό του, κι εγώ δεν έχω ανάγκη από τίποτα.
- Μα ο τόπος σου έχει ανάγκη από σένα.
- Μπα! Ο καθένας φροντίζει για τον εαυτό του και κουτσοζεί.
- Καλά το είπες, πως κουτσοζεί, αποκρίθηκε λυπηµένη η Γνώση. Και ο τόπος σου κουτσοζεί. Το καταδέχεσαι όµως;
- Τι να του κάνω;
- Αν ο καθένας σκέπτουνταν λιγότερο το άτοµο του και δούλευε περισσότερο για το γενικό καλό, θα έβλεπε µια µέρα πως πάλι για τον εαυτό του δούλεψε, και πως αντί να κουτσοζεί, κατάφερε να καλοζεί.
...
- Παραμύθι χωρίς όνομα

Όταν τελείωσα το έργο μου κατέθεσα τα όπλα. Είπα πως μπορώ τώρα να πεθάνω, αρκεί να το δημοσιεύσουν τα παιδιά μου, σαν να ελευθερωθούν οι ελληνικές ψυχές και συνειδήσεις. Αυτά τον περασμένο Δεκέμβριο. Τώρα θέλω να δω την ελευθερία αυτή ψυχών και συνειδήσεων. Μα θα την δω άραγε;

Στόν κόσμο, υπάρχουν πράγματα, ιδέες, αρχές, ιδανικά, πίστες πού βαραίνουν περισσότερο από τήν ζωή

Παιδιά μου, ούτε παπά, ούτε κηδεία. Παραχώστε με σε μια γωνιά του κήπου, αλλά μόνο αφού βεβαιωθείτε ότι δεν ζω πια. Φροντίστε τον πατέρα σας. Τον φιλώ σφιχτά.
Π.Σ. Δέλτα


Πηνελόπη Δέλτα (1874-1941)
Στις 27 Απριλίου - ημέρα που οι Γερμανοί μπαίνουν στην Αθήνα -, στο σπίτι της στην Κηφισιά, με δηλητήριο. (πεθαίνει 5 μέρες αργότερα). Ζώντας πάντα με την ανάμνηση του έρωτά της για τον Ίωνα Δραγούμη, με τον οποίο γνωρίστηκε ούσα σύζυγος του Στέφανου Δέλτα, και έχοντας ήδη αποπειραθεί να αυτοκτονήσει άλλες δύο φορές όταν συνειδητοποίησε πως η αίσθηση καθήκοντος προς την οικογένειά της δεν της επέτρεπε να είναι μαζί του.

Image and video hosting by TinyPic

- η φωτογραφία είναι από το εξώφυλλο του βιβλίου Αναμνήσεις 1940,
επιμέλειας Αλ. Ζάννα
Εκδ. Ερμής, 2007 -


Περισσότερα:
- mani.org.gr (αναδημοσίευση από ΤΑ ΝΕΑ 29-10-1999): Ευαίσθητη και δημιουργική έως τη σιωπή του θανάτου

από Κατερίνα Στρατηγοπούλου-Μ.. _Permalink ---> 11.8.09

1 Comments:

Πιστευω πως αυτος δεν ειναι λογος...για αυτοκτονια....!!!

Δευτέρα, Ιανουαρίου 30, 2012 1:21:00 π.μ.  

Δημοσίευση σχολίου

<< Home