χωρίς άλλη αναβολή
Δευτέρα 2 Αυγούστου 2010
47 ~ Έρνεστ Χέμινγκγουεϊ: Θα νιώθω τρομερά μόνος
Ήταν έξι ή οκτώ σκάλες μέχρι τον τελευταίο όροφο, έκανε πολύ κρύο και ήξερα πόσο πολύ θα κόστιζε μια δεσμίδα από μικρά κλαράκια, τρία συρματόδετα δεμάτια σχισμένου πεύκου σε μέγεθος μισού μολυβιού για ν' αρπάξουν φωτιά από τα κλαράκια, και ακόμα ένα δεμάτι μισόστεγνα μακριά σκληρά ξύλα που έπρεπε να αγοράσω για να κάνω μια φωτιά που θα ζέσταινε το δωμάτιο. Έτσι πήγα στην απέναντι πλευρά του δρόμου και μες τη βροχή σήκωσα το βλέμμα στη στέγη για να δω αν λειτουργούσε καμμιά καμινάδα και κατά πού πήγαινε ο καπνός. Καπνός δεν υπήρχε και σκέφθηκα πόσο κρύα θα ήταν η καμινάδα και πιθανόν δεν θα τραβούσε και ίσως το δωμάτιο γέμιζε καπνό, και τα καύσιμα θα ξοδεύονταν άσκοπα, και μαζί μ' αυτά και τα χρήματα, κι έτσι συνέχισα να περπατώ μες στη βροχή.
(A moveable Feast - A Good Café on the Place St.-Michel)
μτφ: Ιωάννα Μοάτσου Στρατηγοπούλου
Ο ήλιος ανατέλλει ξανά
Κάποιος ζήτησε τη Ζωρζέτ για χορό, και εγώ τράβηξα για τον πάγκο. Έκανε πραγματικά πολλή ζέστη και η μουσική του ακορντεόν ήταν ευχάριστη μέσα στη θερμή νύχτα. Ήπια μια μπύρα όρθιος στο κατώφλι, με τ' αεράκι του δρόμου να με δροσίζη. Δυο ταξί κατέβαιναν τον απότομο δρόμο. Και τα δύο σταμάτησαν απέναντι από το χορό. Μια παρέα νεαροί, μερικοί με ζέρσεϋ και άλλοι με πουκάμισο, ξεχύθηκαν έξω. Στο φως της εισόδου μπορούσα να διακρίνω τα χέρια τους και τα φρεσκολουσμένα κυματιστά μαλλιά τους. Ο αστυφύλακας που έστεκε στην πόρτα με κοίταξε και χαμογέλασε. Μπήκαν μέσα. Καθώς έμπαιναν, είδα κάτω από το φως λευκά χέρια, κυματιστά μαλλιά, λευκά πρόσωπα να μορφάζουν, να χειρονομούν, να μιλούν. Μαζί τους ήταν και η Μπρέτ. Ήταν γοητευτική και φαινόταν πολύ ευχαριστημένη ανάμεσα τους.
Ένας απ' αυτούς διέκρινε τη Ζωρζέτ και είπε:
— Μα την πίστη μου. Να ένα πραγματικό τσουλί. θα χορέψω μαζί της, Λετ. Κοίτα να δής.
Ο ψηλομελάχροινος που λεγόταν Λέτ, είπε:
— Μην κάνης ανοησίες.
Ο ξανθοκατσαρομάλλης απάντησε:
— Μην ανησυχής, γλύκα μου.
Και μ' αυτούς ήταν η Μπρέτ.
Ήμουν πολύ θυμωμένος. Οπωσδήποτε, τέτοιου είδους ανθρωποι πάντα με νευρίαζαν. Ξέρω ότι ο κόσμος τούς θεωρεί διασκεδαστικούς και ότι πρέπει να είμαστε ανεκτικοί, αλλά εγώ νιώθω πάντα την επιθυμία να τους πετάξω κάτι στη μούρη για να σπάσω αυτή την υπεροπτική και βλακώδη στάση. Αντί γι' αυτό, κατηφόρισα το δρόμο και ήπια μια μπύρα στο μπαρ του επομένου κέντρου. Η μπύρα δεν ήταν καλή και κατέβασα ένα κονιάκ, που ήταν χειρότερο για να στρώσω τη γλώσσα μου. Όταν γύρισα στο χορό, ο κόσμος είχε πλημμυρίσει την πίστα και η Ζωρζέτ γυρόφερνε με τον ψηλό ξανθό νεαρό, που με τα μάτια γλαρωμένα και το κεφάλι πλαγιασμένο χόρευε κουνώντας τα χοντρά πισινά του. Μόλις ταμάτησε η μουσική, κάποιος άλλος απ' αυτούς της ζήτησε να χορέψη μαζί του. Την είχαν πάρει μαζί τους. Ήξερα πια ότι όλοι θα χόρευαν μαζί της. Το ίδιο είναι όλοι τους.
μετάφραση: Νίκος Σαρλής
"Το ψάρι είναι φίλος μου" είπε δυνατά. "Δεν έχω ξαναδεί ούτε έχω ξανακούσει για κανένα τέτοιο ψάρι". Όμως πρέπει να το σκοτώσω. Πάλι καλά που δεν είμαστε αναγκασμένοι να σκοτώσουμε τ' αστέρια"
Φαντάσου να έπρεπε κάθε μέρα κάποιος να προσπαθεί να σκοτώσει το φεγγάρι, συλλογίστηκε. Το φεγγάρι σώνεται και χάνεται. Φαντάσου όμως να ήταν αναγκασμένος κάθε μέρα κάποιος να προσπαθεί να σκοτώσει τον ήλιο; Γεννηθήκαμε τυχεροί, σκέφτηκε.
Τότε, λυπήθηκε το μεγάλο ψάρι που δεν είχε τίποτα να φάει μα η απόφασή του να το σκοτωσει δεν κλονίστηκε στιγμή από τη λύπησή του για αυτό. Πόσους ανθρώπους θα ταΐσει, σκέφτηκε. Όμως αξίζουν να το φάνε; Όχι βέβαια. Κανείς δεν είναι άξιος να το φάει, έτσι όπως φέρεται, και έτσι περήφανο που είναι.
Δεν τα καταλαβαίνω αυτά τα πράγματα, σκέφτηκε. Όμως πάλι καλά που δεν είμαστε αναγκασμένοι να προσπαθήσουμε να τα βάλουμε με τον ήλιο, το φεγγάρι ή τ' αστέρια. Φτάνει που ζούμε από τη θάλασσα και σκοτώνουμε τα αληθινά μας αδέλφια.
(Ο γέρος και η θάλασσα)
"Άκου" είπα. "Στο ξαναλέω. Δεν μεταφέρω τίποτα που να μιλάει. Το λαθραίο αλκοόλ δεν μιλάει. Οι νταμιτζάνες δεν μιλάνε. Υπάρχουν κι άλλα πράγματα που δεν μιλάνε. Οι άνθρωποι δεν μιλάνε".
(Να έχεις και να μην έχεις)
"Ναι" είπε ο Τόμας Χάντσον. "Θα νιώθω τρομερά μόνος".
Μελαγχόλησε αμέσως μόλις έφυγαν τα αγόρια. Όμως σκέφθηκε ότι εκείνα θεωρούσαν φυσιολογική τη μοναχικότητά του κι έτσι συνέχισε να δουλεύει. Το τέλος του κόσμου ενός ανθρώπου δεν έρχεται όπως απεικονίζεται σ' έναν από τους σπουδαίους πίνακες του κυρίου Μπόμπι. Έρχεται όταν ένα παιδί από το νησί σού φέρνει ένα τηλεγράφημα από το τοπικό ταχυδρομείο και σου λέει: "Παρακαλώ υπογράψτε στο αποσπώμενο κομμάτι του φακέλου. Λυπούμαστε πολύ, κύριε Τομ".
(Νησιά της Καραϊβικής)
Ήταν ένα 256 Μάνλιχερ Σενάουερ με την παλιά κάννη των δεκαοχτώ ιντσών, απ' αυτά που δεν επιτρεπόταν πλέον να πωλούνται. Ο κόπανος και ο βραχίονας είχαν πάρει το χρώμα του καρυδιού από το λάδι και το τρίψιμο, και η κάννη, επειδή τριβόταν μήνες στη θήκη της σέλας, ήταν γυαλιστερή, δίχως ίχνος σκουριάς.
(Νησιά της Καραϊβικής)
μτφ: Κατερίνα Παπαδημάτου
Ernest Miller Hemingway (1899-1961)
Στις 2 Ιουλίου, στο σπίτι του, στο Κέτσαμ, του Αϊντάχο,
με αυτοπυροβολισμό στο κεφάλι - με τον ίδιο τρόπο που
είχε αυτοκτονήσει και ο πατέρας του - ενώ είχε προηγηθεί
άλλη απόπειρα την άνοιξη της ίδιας χρονιάς.
- Τα αποσπάσματα από τα βιβλία Ο γέρος και η θάλασσα, Να έχεις και να μην έχεις, Τα νησιά της Καραϊβικής είναι σε μετάφραση της Κατερίνας Παπαδημάτου και περιλαμβάνονται στο βιβλίο των Χίλαρυ Χεμινγουέι και Καρλίν Μπρένεν Ο Χέμινγουέι στην Κούβα - εκδ. Μεταίχμιο, 2004
- Το βιβλίο Ο ήλιος ανατέλλει ξανά, απ' όπου το απόσπασμα, είναι έκδοση Βίπερ της Papyros Press, 1973
(φωτ: jfklibrary.org)
Link:
- Έρνεστ Χέμινγουεϊ: Είμαστε πάντα τυχεροί, στα Αυτοβιογραφικά
0 Comments:
Δημοσίευση σχολίου
<< Home