χωρίς άλλη αναβολή
Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2011
67 ~ Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος: Ελπίζετε' αλλά ποτέ, ποτέ σας μη ζητείτε, τον κόσμον ον φαντάζεσθε, τον κόσμον ον ποθείτε
Το παρελθόν είν' όνειρον, πόθων σπασμοί, ελπίδες,
και το παρόν μαστίζουσιν εισέτι καταιγίδες•
μας πλήττει πρώτον ο Θεός την ευτυχίαν στέλλων,
ελπίζω εις το μέλλον.
Το παρελθόν ήτο μικρός τις κόκκος εις το χώμα,
και το παρόν δενδρύλλιον πατούμενον ακόμα,
δένδρον θα γίν' εις τον Θεόν τους κλάδους αποστέλλον,
ελπίζω εις το μέλλον.
Το παρελθόν είναι σωρός εκπληκτικών συννέφων,
και το παρόν ο κεραυνός ο τας θυέλλας στέφων,
αλλά μακρόθεν φαίνεται αστήρ τις ανατέλλων,
ελπίζω εις το μέλλον.
Το παρελθόν είναι η νυξ η πλήρης μαύρου σκότους,
εις το παρόν βλέπω σκιάς, εικόνας αλλοκότους,
πλην της νυκτός ο σύντροφος ιδού το φως του στέλλων,
ελπίζω εις το μέλλον.
Το παρελθόν είναι ωόν του αετού εισέτι,
και το παρόν αετιδεύς εις τα μικρά του έτη,
αλλά θα φθάσ' η πτήσις του και μέχρι των αγγέλων,
ελπίζω εις το μέλλον.
Ασμάτιον
Τι θέλεις άσμα μου γλυκύ;
Εν τη ψυχή μου κατοικεί
το πένθος πλέον μόνον,
αφ' ότου είδον ότ' η γη
είναι ακένωτος πηγή
των στεναγμών, των πόνων.
Αφ' ότου είδον η χαρά
ότ' είναι λέξις ηχηρά
χωρίς τινος εννοίας.
Αφ' ότου έσβεσαν οικτρώς
αι πρώην θάλλουσαι φαιδρώς
ελπίδες της καρδίας.
Αφ' ότου έχουν μαρανθή
του βίου τ' άνθη και ανθεί
εν μόνον, λάθρα θάλλον.
Ω! δεν το ψάλλω, σιωπώ•
τις οίδεν, όταν το ειπώ,
αν δεν εκπέση σφάλλον.
Στιγμαί μελαγχολίας
Ι
Εις μάτην επεζήτησα παντού την ευτυχίαν'
δεν εύρον ειμή στεναγμόν και πόνον και πικρίαν'
όσας καρδίας έθιξα παλμόν δεν είχον ένα,
και αίσχ', υπό την καλλονήν, υπήρχον κεκρυμμένα.
Και ήδη, τα συντρίμματα εγκλείων της καρδίας,
ψυχρός ορθούμαι θεατής της ζώσης κωμωδίας,
ην παίζετε περί εμέ' ενίοτε δακρύω,
και με το δάκρυ μου αυτό την μοίραν σας δεικνύω.
Γελάτε ήδη' και εγώ καθώς υμείς εγέλων
κ' ευδαιμονίαν έπλαττον, κ' εφανταζόμην μέλλον.
Ο γέλως ήδη έσβεσε, και ο σπασμός του μόνον
δεικνύει την μετατροπήν της ηδονής εις πόνον.
Ω μη, ω μη το πυρ αυτό του έρωτος σκορπάτε
εις χώραν άγονον, εν η ο στεναγμός γεννάται,
όπου ως λύπης σύνθημα προφέρεται ο έρως
συνεπιφέρων νέκρωσιν του βίου παρακαίρως.
Το πυρ του έρωτος - ωστόσο το πυρ του τις αρνείται
Δεν έχει και ο ήλιος; και όμως εξαντλείται,
οπόταν τας ακτίνας του περί τους πόλους ραίνη,
και χάνη την θερμότητα και ούτος' δεν θερμαίνει.
Οπόταν όνειρον γλυκύ τας σκέψεις στεφανώνη,
ποθούμεν πράγμα να γενή' και όμως άμα μόνη
αρχή πραγματικότητος φανή, ταχύς ο κόρος
προσβάλλει του ονείρου μας την τέρψιν παραφόρως.
Ενώ αν τ' όνειρον σωθή, τουλάχιστον μας μένει
αόριστός τις ηδονή περικαλυπτομένη
με ομιχλώδη καλλονήν, και η ελπίς μάς στέφει,
και σχίζουν αι ακτίνες της του βίου μας τα νέφη.
Ελπίζετε' αλλά ποτέ, ποτέ σας μη ζητείτε
τον κόσμον ον φαντάζεσθε, τον κόσμον ον ποθείτε,
ον εκβλαστάνει η ψυχή και τρέφει η καρδία,
να εύρητε εν τη ψυχρά τής γης μας κοινωνία.
Φυλάξετέ τον' γέροντες οπόταν καταβήτε
εις της ζωής το όριον, εν άνθος θα ιδήτε
να στέψη την εσχάτην σας εκείνην κατοικίαν'
θα είν' ο έρως άπειρον εκχύνων ευωδίαν.
ΙΙΙ
Πλανώμαι, όπως φάντασμα, ωχρός, μεμαραμμένος,
είναι ο γέλως μου πικρός και διακεκομμένος,
και είναι κοιμητήριον η κρύα μου καρδία,
και μόνον πένθους αντηχεί εντός μου αρμονία.
Και ο εντός μου θάνατος προς τον εκτός με αίρει,
δεσμός ακαταμάχητος προς τους νεκρούς με φέρει,
και λίβανος με φαίνεται το μύρον των ανθέων,
και σήμαντρον η μουσική επικηδείως κλαίον.
Ναι' αγαπώ να σκέπτωμαι εις των νεκρών την πόλιν'
παρά τους οίκους της συχνά διήλθον νύκτα όλην.
Είναι καν αύτη των νεκρών σιωπηλόν μνημείον,
ουχί παντός αισθήματος ψυχρόν νεκροταφείον.
Είναι η πόλις των νεκρών πόλις αγνή, αγία,
αγνή καθώς ο θάνατος, καθώς η ηρεμία,
και είναι άσυλον εκεί, παρήγορος αγκάλη,
εν η σιγά η συμφορά, εν η η λήθη θάλλει.
Ο λίθος... έχει αίσθημα ο λίθος και καρδίαν'
είδον πολλάκις επ' αυτού την νύκτα, την πρωίαν,
ως δρόσον δάκρυα πολλά' μας αγαπούν οι λίθοι,
πλην του ανθρώπου η ψυχή ποτέ δεν ελυπήθη.
Ναι, αγαπώ να σκέπτωμαι εις των νεκρών την πόλιν'
παρά τους οίκους της συχνά διήλθον νύκτα όλην,
και ήκουσα φωνάς τινας ηχούσας αλλοκότως,
και με εφάνη στεναγμών και φιλημάτων κρότος'
και είδον, ως διάττοντες αστέρες να πλανώνται
επί των τάφων αι σκιαί όσαι ανταγαπώνται,
και ήκουσα παράπονα, ψιθυρισμούς ηπίους
επί πολύ ταράττοντας τους τόπους τους αγίους.
Εν ζεύγος μάλιστα μακράν εκάθητο των άλλων,
και ήκουον το στήθος του σφοδρώς ταχέως πάλλον,
και όρκους πάλιν ήκουον αγάπης βαθυτάτης,
λέξεις γριφώδεις, σκοτεινάς, αγάπης γλυκυτάτης.
Οίμοι! δεν ήσαν οι νεκροί' ήτο εικών ιδία,
και διετύπου παρελθόν θρηνούσα φαντασία,
και της νυκτός παρήρχετο το σκότος και το κάλλος,
και της ψυχής μου έπαυε και των νεκρών ο σάλος.
Ασμάτιον
Όπως βλέπεις εις την λίμνην την εικόνα σου πιστήν,
άνω ταύτης όσω είσαι'
άμα δε αναχωρήσης, έπαυσες να ζωγραφήσαι,
και η λίμνη διαγράφει την εικόνα σου αυτήν.
Ούτω και ενόσω μένης εις την φίλην σου εμπρός,
σ' εικονίζει, αγαπάσαι'
φεύγεις; αι στιγμαί εκείναι θα διαγραφώσι πάσαι,
και θα έλθουν πάλιν άλλοι να κατοπτρισθούν λαμπρώς.
Εις τον άνεμον μη λέγε τα δεινά σου'
δεν σ' ακούει.
Εις την άμμον μη χαράσσης τ' όνομά σου'
θα χαθή.
Όστις κρούει την ψυχήν την γυναικείαν,
μάτην κρούει'
ό,τ' εις γυναικός χαράξης την καρδίαν θα σβεσθή.
Ματαιότης ματαιοτήτων
Ματαιότης! λέγουν όσοι κύπτοντες υπό το γήρας,
της νεότητος φθονούσι την ακμαίαν ηλικίαν'
και τα σκωριώντα όπλα παρατάττοντες της πείρας,
την σταγόναν της πικρίας ρίπτουσιν εις την καρδίαν.
Τις του έαρος δεν δρέπει τα ευώδη άνθη μόνον,
επειδή μακρόθεν έρπει προσεγγίζων ο χειμών;
Τι; το πεπρωμένον ψύχος προλαμβάνοντες των χρόνων
να μη δρέψωμεν το έαρ των ολίγων μας στιγμών;
Είναι όνειρον ο βίος' αλλά τ' όνειρον εκείνο
κάλλιον γλυκύ ας είναι και με ρόδα ας κοσμήται'
συνεχούς οδύνης μάλλον σύντομον χαράν προκρίνω'
λησμονείται η οδύνη, η χαρά δεν λησμονείται.
Ματαιότης ο αφρίζων εν τω ποτηρίω οίνος,
ματαιότης και τα χείλη τα διψώντα ασπασμών;
Αν πραγματικότης είναι εις την γην αυτήν ο θρήνος,
ας κενώσω την φιάλην, την απάτην προτιμών.
Όταν θύελλαι και νέφη, όταν θλίψεις και πικρίαι
κάμψωσι το σώμα τούτο παρά τη εσχάτη κλίνη,
το ωχρόν θα πέμπουν φως των αι φυγούσαι ευτυχίαι,
ως αναπολεί την λάμψιν του ηλίου η σελήνη.
Μη διώκωμεν ματαίως την ποικίλην χρυσαλλίδα
ήτις περιιπταμένη προκαλεί τον στεναγμόν'
ας αφήσωμεν να χαίρη την εκφεύγουσαν ελπίδα'
άνθη δρέπουσι το έαρ και ελπίζει ο χειμών.
Παρατείνεται η λάμψις του εκλείψαντος ηλίου
όταν διαυγής απλούται εν τη δύσει ο ορίζων'
Διατί σωρεύων νέφη εις τον ουρανόν του βίου
να γηράσω παρακαίρως την νεότητα σκοτίζων;
Ματαιότης! αλλά είναι η παιδεία ματαιότης'
ψεύδη όπισθεν γριφώδους οχυρούμενα σκηνής'
θέλει έρωτα και μέθην, θέλει ύλην η νεότης,
είναι αληθώς ωραία η μορφή της ηδονής.
Πριν η ύπαρξίς μας πέση εις την δίνην των αιώνων
και ο όρκος με αλύσεις σιδηράς μάς περιβάλη,
από της Στυγός τας όχθας δρέψωμεν χαράν καν μόνον,
πέραν δεν υπάρχει πλέον η του έρωτος αγκάλη.
Όταν φίλημα προτείνη η πορφύρα των χειλέων,
κ' εξογκούμενα τα στήθη ερωμένης αγαστής
προκαλώσι περιπτύξεις, όνειρον δεν είναι πλέον,
ματαιότης δεν θα είπη και ο Εκκλησιαστής.
Εις το ρόδον της
Εις της ζωής τον ανθηρόν χειμώνα εμειδίας
Πλήρες ζωής και χάριτος, ω άνθος των ανθέων.
Εις τα σεμνά τα στήθη της με χάριτας οποίας
Επανεπαύεσο σφριγούν την νάρκην αποπνέον,
Ότε πιστός της σύντροφος εν μέσω τρικυμίας,
Χορών, ασμάτων, στεναγμών, γελώτων τρικυμίας,
Σεμνόν ηγρύπνεις, άναυδες εις την πνοήν της τρέμον.
Πλην φευ! ο πρώην άγγελος, ήδη αλάστων δαίμων,
Αντί θυσίας τρυφεράς, με αστοργίας όμμα
Δωρεί ως μόνην αμοιβήν το παγετώδες χώμα.
Μάθε, ω ρόδον, όμως
Της γυναικός ο νόμος
Είναι δι' όλους απηνής' στα παγερά της στήθη
Λαμπρά απλούται τράπεζα... ο Έρως και η λήθη
Συνδαιτυμόνες σταθεροί, σ' ανθρωπινάς θυσίας,
Κερνούν οδύνην, θάνατον, εις τρυφεράς καρδίας.
Μου είπον πως απέθανες την νύκτα ενώ εκοιμάσο
Και εις όνειρα επαφρόδιτα νυκτερινά επλανάσο.
Τρισόλβιον! σε συμπονώ, την τύχην σου ζηλεύω,
Αυτήν την χάριν τ' ουρανού νυχθημερόν γυρεύω,
Να αποθάνω ως και συ, ή εν απελπισία...
Ιδού η μόνη αληθής του τάφου αθανασία:
Να σε κοιμήση ο κεραυνός, ή ότε απηλπισμένος
Απέρχεσαι άγευστον ευρών, τον βίον βαρυμένος.
Δεν έχει θέλγητρα η ζωή, φρίκην η ερημία,
Δεν είν' ο Άδης τρομερός εν τη απελπισία!...
Δεν θέλω δόξαν
Δεν θέλω δόξαν• προτιμώ η ύπαρξίς μου πάσα
Nα αντηχή εις γυναικός ερώσης την καρδίαν,
Kαι η ζωή μου, ως γλυκύ τι όναρ διαβάσα,
Eις του θανάτου άγνωστος να πέση την σκοτίαν.
Kαι η σκιά της κυπαρίσσου
Tην μνήμην μου ας περιπτύσση•
Aυτή ας λέγη –ενθυμήσου–
Aν έλθη τις να με θρηνήση.
Δεν θέλω δόξαν• με αρκεί ο βίος ούτος μόνον•
Διεμελίσθη αρκετά υπό της κοινωνίας•
Προς τί να πέση έρμαιον εν μέσω των αιώνων
Ίν' ανατέμνηται ψυχρώς υπό της ιστορίας;
O άνθρωπος αχάριστος επλάσθη αιωνίως•
Aν ο Σωκράτης αρετή υπήρξε πληρεστάτη,
Aλλ' εν τη δόξη και αυτού πικρός περά ο βίος•
O φθόνος έτι σήμερον αυτόν κατασπαράττει.
Δεν θέλω δόξαν• την σιγήν ερά η ευτυχία,
Kαι εις τους κόλπους κρύπτεται ο έρως της εσπέρας.
H αληθής συγκίνησις είναι δειλή, πραεία,
Kαι η χαρά η ομαλή ποτέ δεν έχει πέρας.
H ιστορία, πυραμίς κρατούσα τας μουμίας
Aς εβαλσάμωσε ποτέ καλώς η ειμαρμένη,
Προβαίνει σαγηνεύουσα τας ευγενείς καρδίας,
Aντί δακρύων μαλερών βωμούς υποσχομένη.
Ως τυμβωρύχος, αποινεί την κόνιν ανορύσσει
Tων απ' αιώνος εν τη γη βαθέως κοιμωμένων•
Eπαίνους μετά καταρών επί αυτών θα πτύση•
K' είναι το βάδισμα αυτής δειλόν, συγκεχυμένον.
Δεν θέλω δόξαν• εις της γης τας ατραπούς αν βαίνω,
Tον ουρανόν το όμμα μου πιστώς ενατενίζει.
H δόξα έρπει εις την γην• παρά τω πλάστη μένω,
Oπόταν εις το άπειρον ο νους μου βηματίζη.
Aς ανυμνή την παγεράν ισχύν η οικουμένη•
Aς στέφωσι την κεφαλήν του ήρωος με στέμμα•
H νίκη, άνωθεν σωρού πτωμάτων ιπταμένη,
Φρικώδη φέρει στέφανον, βαμμένον εις το αίμα.
Iδέ εν μέσω των νεφών την ίριδα• εκείνη
Eίναι ελπίδος σύνθημα εντός τοσαύτης λύσσης.
Aς χύνη πέραν κεραυνούς η θύελλα, ας χύνη,
O έρως μένει δι' ημάς, ο έρως και η φύσις.
Tων Γαλατών δεν πρόκειται τα στίφη να νικήσης
Ώ Kαίσαρ• δύνασαι στιγμήν δια νικών μυρίων
Eκ του μοιραίου της ζωής ορίου να κερδίσης;
– Oυχί! ο Bρούτος απαντά δια πληγών καιρίων.
Δεν θέλω δόξαν• προτιμώ η ύπαρξίς μου πάσα
Nα αντηχή εις γυναικός ερώσης την καρδίαν,
Kαι η ζωή μου, ως τερπνόν τι όναρ διαβάσα,
Eις του θανάτου άγνωστος να πέση την σκοτίαν.
Kαι η σκιά της κυπαρίσσου
Tην μνήμην μου ας περιπτύσση,
Aυτή ας λέγη –ενθυμήσου–
Aν έλθη τις να με θρηνήση.
Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος (1843-1873)
Στην Αθήνα, ενώ βάδιζε στην αρχή της οδού Ιποκράτους, από εγκεφαλική συμφόρηση μετά από 37 μέρες άρνησης για λήψη τροφής. Σε κατάσταση βαριάς μελαγχολίας, πεσσιμιστής, και πεισιθάνατος, σε «μια συνεχή εσωτερική διαμάχη, καθώς βρίσκεται σε ατομικιστική απόγνωση ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, τον ήλιο και τη νύχτα, το χρόνο και το θάνατο, τη μνήμη και τη λήθη, το παρόν και το παρελθόν, εν τέλει ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο.»
-πρωτότυπη φωτογραφία: Νέα Εστία, τχ.1115
- Τα δύο πρώτα ποιήματα είναι από την Ποιητική Ανθολογία του Λίνου Πολίτη, Βιβλίο Τέταρτο - εκδ. Δωδώνη, 1975-1977 (δεύτερη έκδοση, αναθεωρημένη)
- Τα τρία επόμενα ποιήματα είναι από την Νέα Εστία, τχ. 1115, Χριστούγεννα 1973 (αρχείο ΕΚΕΒΙ)
- το έκτο ποίημα είναι από το τεύχος 1272/Ιούλιος 1980, του ίδιου περιοδικού, και
- το τελευταίο ποίημα "Δεν θέλω δόξαν" είναι από την Βικιθήκη
Link:
- Ο Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος στον ιστότοπο Ούτε Θεός-Ούτε Αφέντης
0 Comments:
Δημοσίευση σχολίου
<< Home